ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαρής (επίθ.) σαρι̂́ [saˈrɯ] Αξ., Κίσκ., Ουλαγ. σαρί [saˈri] Ανακ., Μισθ. σαρού [saˈru] Αραβαν. Πληθ. σαρΰδια [saˈryðʝa] Τελμ. Από το τουρκ. επίθ. sarı = κίτρινος, (ορει)χάλκινος. Η σημ. 4, αν δεν αποτελεί λανθασμένη καταγραφή του Κωστάκη, ίσως σχετίζεται με το ενίοτε κοκκινωπό χρώμα του χαλκού.
1. Κίτρινος, και κατ' επέκτ. ξανθός Αξ., Αραβαν., Κίσκ., Ουλαγ., Τελμ. : Το χτσ̑ήνο μας γένν’σε ένα όμορφο, σαρού, σον το μάννα τ’ σακάρ χελυκό τανά (Η αγελάδα μας γέννησε ένα όμορφο, ξανθό, σαν τη μάνα του, θηλυκό μοσχάρι με λευκές βούλες ) Αραβαν. -Φωστ. Ήτον ένα ’ναίκα γκϋζέλ, σαρΰδια μαλλιά έχισκε, μακριά (Ήταν μιά γυναίκα ωραία, είχε ξανθά μαλλιά, μακριά) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. αλτούνι, μπόζι
2. Κιτρινιάρης, χλωμός Αξ., Ουλαγ. : Πισ̑τικός ασ' τα χτηνιά τ' φέρ' ένα σαρι̂́ χτηνό (Ο βοσκός φέρνει από τις αγελάδες του ένα κιτρινιάρικη αγελάδα) -Μαυρ.-Κεσ.
3. Κόκκινος Μισθ. Συνών. αλ, αληθινός, γιζίλι, κιρμιζί
4. Το ουδ. στον πληθ., λίρες Αραβαν. : σαρούγια