σαρής
(επίθ.)
σαρής
[saˈris]
Σινασσ.
σαρι̂́
[saˈrɯ]
Ανακ., Αξ., Κίσκ., Μισθ., Ουλαγ., Τελμ.
σαρού
[saˈru]
Αραβαν.
Πληθ.
σαρΰδια
[saˈryðʝa]
Τελμ.
σαρούγια
[saʹruʝa]
Αραβαν.
Από το τουρκ. επίθ. sarı = κίτρινος, (ορει)χάλκινος.
1. Κίτρινος, και κατ' επέκτ. ξανθός
Αξ., Αραβαν., Κίσκ., Ουλαγ., Τελμ.
:
Το χτσ̑ήνο μας γένν’σε ένα όμορφο, σαρού, σον το μάννα τ’ σακάρ χελυκό τανά
(Η αγελάδα μας γέννησε ένα όμορφο, ξανθό, σαν τη μάνα του, θηλυκό μοσχάρι με λευκές βούλες )
Αραβαν.
-Φωστ.
Ήτον ένα ’ναίκα γκϋζέλ, σαρΰδια μαλλιά έχισκε, μακριά
(Ήταν μιά γυναίκα ωραία, είχε ξανθά μαλλιά, μακριά)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
αλτούνι, μπόζι
2. Κιτρινιάρης, χλωμός
Αξ., Ουλαγ.
:
Πισ̑τικός ασ' τα χτηνιά τ' φέρ' ένα σαρι̂́ χτηνό
(Ο βοσκός φέρνει από τις αγελάδες του ένα κιτρινιάρικη αγελάδα)
-Μαυρ.-Κεσ.
4. Το ουδ. στον πληθ., λίρες, λόγω χρώματος
Αραβαν.
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025