σαριλίκι
(ουσ. ουδ.)
σαρι̂́λίκι
[sarɯˈlici]
Σίλατ.
σαριλίχ̇ι
[sariˈlixi]
Φάρασ.
σαρι̂λι̂́χ
[sarɯˈlɯx]
Αξ., Σίλατ.
σαρ'λίχ'
[sarˈlix]
Αραβ., Τροχ.
σαρουλούχ
[saruˈlux]
Ανακ., Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. sarılık = α) κιτρινάδα β) ίκτερος.
Ίκτερος
ό.π.τ.
:
Το σαρ'λίχ’ κόβισκαμ’ το από το μέτωπο· μ’ ένα ξουράφι χαράζισκαμ’ το μέτωπο όσο να βγει όιμα
(Τον ίκτερο τον κόβαμε από το μέτωπο· μ' ένα ξυράφι χαράζαμε το μέτωπο μέχρι να βγει αίμα)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ165
Γιατί χλώριασες έτσι, ρώταναμ'. Έχεις σαρλίχ, χλώρα;
(Γιατί κιτρίνισες έτσι, ρωτούσαμε. Έχεις ίκτερο;)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Το σαρι̂λι̂́χ απεδώ μεριά τό 'κοβαν, το χτυπούσανε ξουραφιές
(Τον ίκτερο από αυτή την μεριά τον έκοβαν, του έρριχναν ξυραφιές)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
χλώρα