ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σάρπι (ουσ. ουδ.) σάρπ͑ι [ˈsarpʰi] Φάρασ. ζάρπι [ˈzarpi] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. sarp = α) δύσκολος β) δύσβατος γ) ανέκδοτος δ) δύστροπος ε) ατίθασος, ανυπάκουος, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. zarp.
1. Ως επίθ., δυσπρόσιτος, δυσανάβατος, απόκρημνος : Το 'πίδι ήτουν ψεό τζαι το βγκάλμα του ήτουν σάρπ͑ι (Η αχλαδιά ήταν ψηλή και το σκαρφάλωμά της ήταν δύσκολο) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ.
2. Ως ουσ., χούι, δυστροπία