σάρπι
(ουσ. ουδ.)
σάρπ͑ι
[ˈsarpʰi]
Φάρασ.
ζάρπι
[ˈzarpi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. sarp = α) δύσκολος β) δύσβατος γ) ανέκδοτος δ) δύστροπος ε) ατίθασος, ανυπάκουος, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. zarp.
1. Ως επίθ., δυσπρόσιτος, δυσανάβατος, απόκρημνος
:
Το 'πίδι ήτουν ψεό τζαι το βγκάλμα του ήτουν σάρπ͑ι
(Η αχλαδιά ήταν ψηλή και το σκαρφάλωμά της ήταν δύσκολο)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
2. Ως ουσ., χούι, δυστροπία