σαρλατίζω
(ρ.)
σ̑αρλατίζω
[ʃarlaˈtizo]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. şarlamak = α) ουρλιάζω β) διαλεκτ., για νερό, ρέω με θόρυβο, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Για νερό, γαργαρίζω