σαρατσίνα
(ουσ. θηλ.)
Πληθ.
σαρατσίνες
[saraˈtsines]
Τροχ.
Ουδ.
σαρατσ̑ίνια
[saraˈtʃiɲa]
Μαλακ., Φλογ.
Αγν. ετύμ. Πιθ. από μεσν. ουσ. Σαρακηνός, όπου και μεσν. τύπ. Σαρακῆνος. Για την σημ. πβ. μεσν. σαρακηνόν = καρπούζι (?) (sic) (LBG, λ. σαρακινόν) και ν.ε. διαλεκτ. σαρακινό = γαϊδουράγκαθο (Νίσυρος, Χίος), σαρακ́ήνικο = καρπούζι Απουλ.
Eίδος άγριων εδώδιμων χόρτων
ό.π.τ.
:
Σαρατσ̑ίνια είχαμε, μεγάλα κειότανε· πλύνισ̑καμ' τα και σο άλας βούταναμ' τα και τρώισ̑καμ' τα
(Είχαμε σαρατσίνες, ήταν μεγάλα· τα πλέναμε και τα βουτάγαμε στο αλάτι και τα τρώγαμε)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Λέϊσκαν, ας πάμε σο Μπουλτούκ τα κόμματα να τοπλατίσωμε λίγα λάχανα, πικρίδια, σαρατσίνες
(Έλεγαν, ας πάμε στα χωράφια του Μπολντούκ να μαζέψουμε λίγα χόρτα, πικρίδες, σαρατσίνες)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.