σαραρντίζω
(ρ.)
σαραρντίζω
[sarar'dizo]
Φάρασ.
σαραρdού
[sarar'du]
Ουλαγ.
σαραρού
[saraˈru]
Ουλαγ.
Αόρ.
σαράρ'σα
[saˈrarsa]
Ουλαγ., Σινασσ.
Από το τουρκ. ρ. sararmak = χλωμιάζω.
Χλωμιάζω, κιτρινίζω
ό.π.τ.
:
'ατί το μπενίζι σ' σαράρ'σε;
(Γιατί χλώμιασε το πρόσωπό σου;)
Ουλαγ.
-Dawk.
Πβ.
σαρής
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025