ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαραρντίζω (ρ.) σαραρντίζω [sarar'dizo] Φάρασ. σαραρdού [sarar'du] Ουλαγ. σαραρού [saraˈru] Ουλαγ. Αόρ. σαράρ'σα [saˈrarsa] Ουλαγ., Σινασσ. Από το τουρκ. ρ. sararmak = χλωμιάζω.
Χλωμιάζω, κιτρινίζω ό.π.τ. : 'ατί το μπενίζι σ' σαράρ'σε; (Γιατί χλώμιασε το πρόσωπό σου;) Ουλαγ. -Dawk.
Πβ. σαρής
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025