ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαραρντώ (ρ.) σαραρdού [sarar'du] Ουλαγ. σαραρού [saraˈru] Ουλαγ. σαραρντίζω [sarar'dizo] Φάρασ. Αόρ. σαράρσα [saˈrarsa] Ουλαγ. Από το τουρκ. ρ. sararmak = χλωμιάζω. Ο τύπ. σαραρού από το τουρκ. ενεστωτ. θ. sarar-, ενώ οι τύπ. σαραρdoύ και σαραρdίζω από το θ. αόρ. sarar- με επανανάλυση του δείκτη αορίστου -d- σε μέρος του θέματος.
Χλωμιάζω, κιτρινίζω ό.π.τ. : 'ατί το μπενίζι σ' σαράρσε; (γιατί το πρόσωπό σου χλώμιασε;) Ουλαγ. -Dawk.
Πβ. σαρής