σαραρντώ
(ρ.)
σαραρdού
[sarar'du]
Ουλαγ.
σαραρού
[saraˈru]
Ουλαγ.
σαραρντίζω
[sarar'dizo]
Φάρασ.
Αόρ.
σαράρσα
[saˈrarsa]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ρ. sararmak = χλωμιάζω. Ο τύπ. σαραρού από το τουρκ. ενεστωτ. θ. sarar-, ενώ οι τύπ. σαραρdoύ και σαραρdίζω από το θ. αόρ. sarar- με επανανάλυση του δείκτη αορίστου -d- σε μέρος του θέματος.
Χλωμιάζω, κιτρινίζω
ό.π.τ.
:
'ατί το μπενίζι σ' σαράρσε;
(γιατί το πρόσωπό σου χλώμιασε;)
Ουλαγ.
-Dawk.
Πβ.
σαρής