σαράντα
(αριθμ.)
σαράνdα
[saˈranda]
Γούρδ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ.
σεράνdα
[seˈranda]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Κίσκ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Τσαρικ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
σα
[sa]
Σινασσ.
Από το μεσν. σαράντα, το οπ. από το αρχ. τεσσαράκοντα με απλολ. κατά το πενήντα και αποβολή της αρχικής άτονης συλλαβής [te]. Ο τύπ. σεράντα με τροπή [a] > [e] λόγω του παρακείμενου υγρού. Ο τύπ. σεράντα ήδη νεότ. Ο τύπ. σα μόνο σε παιδικά παιχνίδια.
1. Ως επίθ. με συχνή παράλειψη του προσδιοριζόμενου ουσ., για τη δήλωση ενός συνόλου που αποτελείται από σαράντα μονάδες
ό.π.τ.
:
Έφαξαν σεράνdα βόρjα και σεράνdα χτσ̑ηνά, να φάj κόσμοζ ντεγί
(έσφαξαν σαράντα βόδια και σαράντα αγελάδες για να φάει ο κόσμος)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Έπκαν ένα γάμος και σΰρσε σεράνdα μέρες και σεράνdα νύχτες
(έκαναν ένα γάμο και κράτησε σαράντα ημέρες και σαράντα νύχτες)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σαράdα χρονώ
(σαράντα χρονών)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Οπ' τα σαράdα κι αdά
(από τα σαράντα και πάνω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Σαράντα μέρεις τάβραναμ'ντου γιάζι τ’
(σαράντα ημέρες τον πενθούσαμε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Γένα σεράνdα χρονού
(έγινα σαράντα χρονών)
Μισθ.
-Κοτσαν.
να πάου σά σαράντα τ
(θα πάω στο μνημόσυνό του)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σεράντα μαχαίρια γκρεύεις, γιόξα σεράνdα αλόγατα γκρεύεις;
(θέλεις σαράντα μαχαίρια ή θέλεις σαράντα άλογα;)
Τελμ.
-Dawk.
Νύχτα ήρταν σεράνdα κλέφτε
(τη νύχτα ήρθαν σαράντα κλέφτες)
Τελμ.
-Dawk.
Και σεράνdα μέρες έπκαν γάμος
(και σε σαράντα μέρες έκαναν γάμο)
Γούρδ.
-Dawk.
Dόζ με σεράνdα κορίτσ̑ια και σεράνdα αλόγατα και σεράνdα σατούρια
(δώσε μου σαράντα κορίτσια και σαράντα άλογα και σαράντα μαχαίρια)
Γούρδ.
-Dawk.
Ο παίνισ̑γκε, ήρτε ιράς σεράνdα ιζ̑dαχάρια
(όπως πήγαινε, συνάντησε σαράντα δράκους)
Ουλαγ.
-Dawk.
Α σε δώκω σεράνdα παράδια το τζ̑ιγάρ
(θα σου δώσω σαράντα παράδες για το φτερό)
Φλογ.
-Dawk.
Α ημέρα είδεν σεράνdα τσ̑ερκές
(μιά μέρα είδε σαράντα Κιρκάσιους)
Φάρασ.
-Dawk.
Σεράντα παράγια να ντέκεις
(σαράντα παράδες να δώσεις)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ένας ασκηdής σεράνdα χρόνους ασκήτευε σο βουνί
(ένας ασκητής σαράντα χρόνια ασκήτευε στο βουνό)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τα ποθαμένα σεράνdα μέρες μόνευέν ντα
(τους πεθαμένους τους μνημόνευε σαράντα μέρες)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Και τα πόμναν τα ογντοήνdα από σεράνdα λίρες μοιράσ̑ταν
(και τις ογδόντα λίρες που απέμειναν τις μοίρασαν από σαράντα (ενν. ο καθένας) )
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Φρ.
Καλά σεράνdα
(καλά σαράντα˙ ευχή στη λεχώνα όταν της έδιναν να δει το μωρό)
Ποτάμ., Ανακ.
-Κωστ.Α.
Σεράντα μάρτυροι φαΐ
(σαράντα μαρτύρων το φαγητό˙ φαγητό που ετοίμαζαν στη Δίλα κατά τη γιορτή των Αγίων Σαράντα στις 9 Μαρτίο)
Δίλ.
-Κωστ.Μ.
Μεις είμεστε σεράνdα νομάτοι, 'πενενdάβου μας κατέχουμε
(εμείς είμαστε σαράντα άνθρωποι και γνωριζόμαστε μεταξύ μας˙ για τα μικρά χωριά όπου οι κάτοικοι γνωρίζονται μεταξύ τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Το σκόρdο έν-νε νύφ' και το βρώμος-ι-τ' σεράνdα μέρες ντε ξέβη
(το σκόρδο έγινε νύφη και η βρώμα του σαράντα μέρες δε βγήκε˙ λέγεται για τη νύφη και την πεθερά που αμέσως μετά τον γάμο αρχίζουν τους τσακωμούς)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τ' σ̑κυλιού τ' ουράjα χέκαν ντο 'ζ μέγγενε κι ας τα σεράνdα jμέρες ύστερα πάλ' ξέβεν γιβρισ̑ίχ
(του σκύλου την ουρά την έβαλαν στο μάγγανο κι ύστερα από σαράντα ημέρες βγήκε πάλι στριφτή˙ οι πεισματάρηδες και ιδιότροποι άνθρωποι δε διορθώνονται ποτέ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σεράντα να φας, σεράνdα να πεις, σεράνdα να φυτέψεις
(σαράντα να φας, σαράντα να πεις, σαράντα να φυτέψεις˙ σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, έπρεπε να σπείρουν σαράντα σπυριά κατά τη γιορτή των Αγίων Σαράντα στις 9 Μαρτίου)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Ζ ’ναίκας ’ς τα σεράνdα καdζ̑ία να πγέσ’ τόϊνα, ατσ̑είνο πάλι νdα ’νανοστείς κα τσ̑αι νdα πγέσ’
(της γυναίκας από τα σαράντα λόγια να πιάσεις το ένα, και εκείνο πάλι να το σκεφτείς καλά και να το πιάσεις˙ για την αναξιοπιστία των λεγομένων των γυναικών)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Για τον σχηματ. πολυλεκτικών αριθμητικών
Μισθ.
:
Σεράντα τρία χρονού πήκι Γερμανία
(σαράντα τριών χρονών πήγε στη Γερμανία)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Σεράντα τσ̑ι ντέκα
(Πενήντα)
Μισθ.
-Μακρ.