σαρά
(ουσ. ουδ.)
σ̑αρά
[ʃaˈra]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. şere = α) πληγή β) σημάδι εγκαύματος (THADS, λ. şere).
Ουλή
Μισθ.
:
’πόμιν σ̑αρά σου πρόσουπου τ'
(έμεινε η ουλή στο πρόσωπο του)
Μισθ.
-Κοτσαν.