σαρακοστή
(ουσ.)
σαρακοστή
[sarakοˈsti]
Γούρδ., Μαλακ., Φάρασ.
σαρακοσ̑τή
[sarakοˈʃti]
Ανακ., Αξ., Μισθ.
σαρακοσ̑τσ̑ή
[sarako'ʃtʃi]
Αραβαν.
σαρακοσ̑ή
[sarakοˈʃi]
Σίλ.
σερακοστή
[serakοˈsti]
Μισθ.
σαρακοσ̑τής
[sarakoˈʃtis]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. σαρακοστή, το οπ. θηλ. του μεταγν. επίθ. σαρακοστός με απλολ. κατά το αριθμτ. σαρά(κο)ντα (< αρχ. τεσσαρακοστός).
1. Σαρακοστή
ό.π.τ.
:
Σήμερα να φάτ' τα σκέφαλα, τσ̑είδι σαρακοσ̑τής
(Σήμερα θα φάτε τα σκύβαλα, είναι σαρακοστή)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σαρακοσ̑ής φαΐ
(φαγητό σαρακοστής)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Πιάνου σαρακοσ̑τής
(Πιάνω σαρακοστή˙ νηστεύω κατά τη διάρκεια της σαρακοστής)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Μέγα Σερακοστή
(Μεγάλη Σαρακοστή˙ η διάρκεια της νηστείας πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων ή πριν από το Πάσχα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Χριστού Σαρακοσ̑τής
(Σαρακοστή του Χριστού˙ η νηστεία σαράντα ημερών πριν τα Χριστούγεννα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Παναάς Σαρακοσ̑τή
(Σαρακοστή της Παναγίας˙ η νηστεία πριν τον Δεκαπενταύγουστο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σταφυλού η σαρακοστή
(Σαρακοστή του σταφυλιού˙ Η νηστεία του Δεκαπενταύγουστου)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Ροβιού Σαρακοσ̑τή
(Σαρακοστή της ρόβης˙ Η γιορτή των Αγίων Αποστόλων)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Παροιμ.
Σάμου τζ̑ο χωρεί απός σό κουμάσι, λέ' 'τι έν' Σαρακοστή
(Όταν δεν χωράει η αλεπού στο κοτέτσι, λέει ότι είναι Σαρακοστή˙ Όσα δεν πιάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια· ό,τι δεν κατορθώνει κάποιος, από εγωισμό τα υποτιμά)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Γενικότ., νηστεία
ό.π.τ.
:
Ντέκα μέρες απάνω τ' άλλο ζάισ̑καν αγρυπνίες και πιάνισ̑καν σαρακοσ̑τσ̑ή
(δέκα μέρες συνεχώς έκαναν αγρυπνίες και νήστευαν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
νηστεία