νηστεία
(ουσ. θηλ.)
νηστεία
[nis'tia]
Μαλακ., Σίλ., Φάρασ.
νήστεια
[ʹnistça]
Ανακ.
Από το αρχ. ουσ. νηστεία.
1. Nηστεία, αποχή από το φαγητό
Ανακ., Μαλακ., Σίλ.
:
Νήστεια δεν έσ̑’, λυτό έν’
(Δεν έχει νηστεία, είμαστε ελεύθεροι να φάμε)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Φρ.
Έπιασα νηστεία
(Έπιασα νηστεία˙ δεν έφαγα τίποτα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
2. Αποχή από κάποιες τροφές ή/και πράξεις
Φάρασ.