ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νηστεία (ουσ. θηλ.) νηστεία [nis'tia] Μαλακ., Σίλ., Φάρασ. νήστεια [ʹnistça] Ανακ. Από το αρχ. ουσ. νηστεία.
1. Nηστεία, αποχή από το φαγητό Ανακ., Μαλακ., Σίλ. : Νήστεια δεν έσ̑’, λυτό έν’ (Δεν έχει νηστεία, είμαστε ελεύθεροι να φάμε) Ανακ. -Κωστ.Α. || Φρ. Έπιασα νηστεία (Έπιασα νηστεία˙ δεν έφαγα τίποτα) Σίλ. -Κωστ.Σ.
2. Αποχή από κάποιες τροφές ή/και πράξεις Φάρασ.