νηστικάδα
(ουσ. θηλ.)
νησ̑τικάδα
[niʃtiˈkaða]
Μαλακ.
νησ̑τικάγια
[niʃtiˈkaʝa]
Αξ.
νησ̑'κάρα
[niʹʃkara]
Σίλ.
μησ̑τικάdα
[miʃtiˈkada]
Μισθ.
Από το νεότ. ουσ. νηστικάδα, το οπ. από το επίθ. νηστικός και το παραγωγ. επίθμ. -άδα.
Πείνα
ό.π.τ.
:
Οπ' τσ' νησ̑'κάρα ζαϊφλάντσισα
(Έρεψα από την πείνα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Παροιμ.
Τ’ καριά σ’ το μη χορτάσ̑’ τον ντόπο, τ’ νησ̑τικάγια σ’ με το μπιλντιρντίζ̑εις
(Σε μέρος που δεν θα χορτάσεις την κοιλιά σου, την πείνα σου μην την φανερώνεις˙ μη δείχνεις αδυναμία σε περιβάλλον που δεν είναι υποστηρικτικό)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.