ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νηστικάδα (ουσ. θηλ.) νησ̑τικάδα [niʃtiˈkaða] Μαλακ. νησ̑τικάγια [niʃtiˈkaʝa] Αξ. νησ̑'κάρα [niʹʃkara] Σίλ. μησ̑τικάdα [miʃtiˈkada] Μισθ. Από το νεότ. ουσ. νηστικάδα, το οπ. από το επίθ. νηστικός και το παραγωγ. επίθμ. -άδα.
Πείνα ό.π.τ. : Οπ' τσ' νησ̑'κάρα ζαϊφλάντσισα (Έρεψα από την πείνα) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Παροιμ. Τ’ καριά σ’ το μη χορτάσ̑’ τον ντόπο, τ’ νησ̑τικάγια σ’ με το μπιλντιρντίζ̑εις (Σε μέρος που δεν θα χορτάσεις την κοιλιά σου, την πείνα σου μην την φανερώνεις˙ μη δείχνεις αδυναμία σε περιβάλλον που δεν είναι υποστηρικτικό) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.