νηστεύω
(ρ.)
νηστεύω
[nis'tevo]
Μαλακ., Φάρασ.
νησ̑τεύω
[niʹʃtevo]
Αξ., Φλογ.
νηστεύου
[niʹstevu]
Μισθ.
νηστέου
[nis'teu]
Φάρασ.
μηστεύου
[miˈstevu]
Μισθ.
Παρατατ.
νηστεύκα
[niˈstefka]
Φάρασ.
Αόρ.
νήστεψα
[ˈnistepsa]
Ανακ., Αραβ.
Aρχ. ρ. νηστεύω.
Νηστεύω, δεν τρώω συγκεκριμένες τροφές ή/και αποφεύγω συγκεκριμένες πράξεις για θρησκευτικούς λόγους
ό.π.τ.
:
Νήστεψαν τρίμερ'νο
(Νήστεψαν για τρεις μέρες)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Τσιπ μας, μουτσούκκοι τσ̑αι ’δρά, νηστεύκαμε σεράνdα οχτώ μέρες
(Όλοι μας, μικροί και μεγάλοι, νηστεύαμε 48 μέρες)
Φάρασ.
-Λαμπρ.
Ούλα τα σπίτια νηστεύουν και ψήν'νε Φώτας φαγί
(Όλα τα σπίτια νηστεύουν και μαγειρεύουν φαγητό των Φώτων)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Οι Χριστιανοί ποίκαν ιριτσά σο δεσπότ’ να τους δώκ’ ιζίν’ να μη νηστέψουνε
(Οι Χριστιανοί έκαναν αίτηση στον δεσπότη να τους δώσει άδεια να μη νηστέψουνε)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ163
Τα ισάνε οι Χριστενοί τζ̑αι τάημισα οι Τούρτζ̑οι νηστεύκαν, νε ψωμί τρώνκανε νε νερό πίνκανε
(Οι άνθρωποι οι Χριστιανοί και οι μισοί Τούρκοι νήστευαν, ούτε ψωμί έτρωγαν ούτε νερό έπιναν)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Νηστεύου για να τσoινωνιστώ
(Νηστεύω για να κοινωνήσω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
βαστώ