νηπίο
(ουσ. ουδ.)
νηπίο
[niˈpio]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. νήπιον, με ουσιαστικοπ. του αρχ. επιθ. νήπιος.
Βρέφος
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
Το νηπίο, σα μη κουάψει, η μα του βυζί τζ̑ο δίνει τα
(Το μωρό, σαν δεν κλάψει, η μάνα του βυζί δεν του δίνει˙ διεκδικώντας μπορούμε να πετύχουμε κάτι)
Φάρασ.
-Λεβίδ.Παροιμ.
Συνών.
μαχτσούμι, μαχτσουμόκκο, ταζός :4, τσανός :4