ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νηπίο (ουσ. ουδ.) νηπίο [niˈpio] Φάρασ. Πληθ. νηπία [niʹpia] Φάρασ. Από το αρχ. ουσ. νήπιον, με ουσιαστικοπ. του αρχ. επιθ. νήπιος. Ο καταβιβασμός του τόνου πιθ. από την γεν. εν., αν όχι για λόγους προφύλαξης/ αποφυγής συνίζησης (πβ. βοήθεια > βοηθεία, μετάνοια > μετανοία, Ανδριώτης 1948: 24).
Βρέφος ό.π.τ. : || Παροιμ. Το νηπίο, σα μη κουάψει, η μα του βυζί τζ̑ο δίνει τα (Το μωρό, σαν δεν κλάψει, η μάνα του βυζί δεν του δίνει˙ διεκδικώντας μπορούμε να πετύχουμε κάτι) Φάρασ. -Λεβίδ.Παροιμ. Συνών. μαχτσούμι, μαχτσουμόκκο, ταζός, τσανός