νηματιάζω
(ρ.)
νηματιάζω
[nimaˈtçazo]
Σινασσ.
Από το θ. νηματ- του ουσ. νήμα και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.
Κάνω το μαλλί νήμα
Τροποποιήθηκε: 13/06/2025