νιγεφτέ
(ουσ. ουδ.)
νιγεφτέ
[niʝeˈfte]
Μαλακ.
Από το τουρκ. yafta = ταμπέλα, επιγραφή (< περσ. yāfte).
Επιγραφή
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025