νικιάχι
(ουσ. ουδ.)
νικιάχ'
[niˈcah]
Αξ.
νικ͑άχ̇ι
[niˈkʰaxi]
Φάρασ.
νικ͑α̈́χ̇ι
[niˈkʰæxi]
Αφσάρ.
Πληθ.
νικ͑ιάχ̇ια
[niˈcʰaxia]
Σίλ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. nikâh, όπου και διαλεκτ. τύπ. nikah = α) αρραβώνας β) γάμος.
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025