νικιάχι
(ουσ. ουδ.)
νικιάχ'
[niˈcah]
Αξ.
νικ͑άχ̇ι
[niˈkʰaxi]
Φάρασ.
νικ͑α̈́χ̇ι
[niˈkʰæxi]
Αφσάρ.
Πληθ.
νικ͑ιάχ̇ια
[niʹcʰaxia]
Σίλ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. nikâh = α) στέφανα γάμου β) γάμος, όπου και διαλεκτ. τύπ. nikah.
Γάμος
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Νικιάχ χακ-κι̂́
(Δικαίωμα γάμου˙ μερίδιο που δικαιούται η σύζυγος μετά τον θάνατο του συζύγου)
Αξ.
-Μαυροχ.
Συνών.
γάμος, εβλέντημα, ευλόγημα :2, στέφανα, χαρά :2