ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νικιάχι (ουσ. ουδ.) νικιάχ' [niˈcah] Αξ. νικ͑άχ̇ι [niˈkʰaxi] Φάρασ. νικ͑α̈́χ̇ι [niˈkʰæxi] Αφσάρ. Πληθ. νικ͑ιάχ̇ια [niʹcʰaxia] Σίλ. Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. nikâh = α) στέφανα γάμου β) γάμος, όπου και διαλεκτ. τύπ. nikah.
Γάμος ό.π.τ. : || Φρ. Νικιάχ χακ-κι̂́ (Δικαίωμα γάμου˙ μερίδιο που δικαιούται η σύζυγος μετά τον θάνατο του συζύγου) Αξ. -Μαυροχ. Συνών. γάμος, εβλέντημα, ευλόγημα :2, στέφανα, χαρά :2