νινιλέτιμο
(ουσ. ουδ.)
νινιλέτιμο
[niniˈletimo]
Φλογ.
Από την τουρκ. φρ. ninni ile uyutma = νανούρισμα (πβ. και τουρκ. φρ. ninni ile uyutmak = νανουρίζω).
Νανούρισμα