νισάφι
(ουσ. ουδ.)
ινσάφ'
[inˈsaf]
Αραβαν.
νισάφι
[niˈsafi ]
Φάρασ.
νισάφ'
[niˈsaf]
Σινασσ.
Από το νεότ. ουσ. νισάφι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. insaf (< αραβ. nṣf) = δικαιοσύνη. Ο τύπ. ινσάφι επίσης νεότ. (Μαckridge 2021: 29).
Έλεος
ό.π.τ.
:
Άρχεψε να το παρακαλεί και να κλαίει και να το γκρεύ' ινσάφ'
(Άρχισε να τον παρακαλεί και να κλαίει και να του γυρεύει έλεος)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.