ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νισάφι (ουσ. ουδ.) ινσάφ' [inˈsaf] Αραβαν. νισάφι [niˈsafi ] Φάρασ. νισάφ' [niˈsaf] Σινασσ. Από το νεότ. ουσ. νισάφι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. insaf (< αραβ. nṣf) = δικαιοσύνη. Ο τύπ. ινσάφι επίσης νεότ. (Μαckridge 2021: 29).
Έλεος ό.π.τ. : Άρχεψε να το παρακαλεί και να κλαίει και να το γκρεύ' ινσάφ' (Άρχισε να τον παρακαλεί και να κλαίει και να του γυρεύει έλεος) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.