ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νιωρασινός (επίθ.) νιωρασ'νό [ɲorasˈno] Ανακ. νιωρανιούς [ɲoraˈɲus] Αξ. Aπό το επίρρ. νιώρα, όπου και τύπ. νιώρας, και το παραγωγ. επίθμ. -ινός. Ο τύπ. νιωρανιούς με μετάθ. του ημιφ. και συνίζ. (δηλ. *νιωραϊνούς > νιωρανιούς), πβ. -ένιος.
Πρόσφατος, αυτός που έγινε προ ολίγου ό.π.τ. : Νιωρασ'νό λόγος (Λόγια που ειπώθηκαν πριν λίγο) Ανακ. -ΙΛΝΕ 7