νονός
(ουσ. αρσ.)
νουνός
[nuˈnos]
Ανακ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Φάρασ.
νουνό
[nuˈno]
Φερτάκ.
Θηλ.
νουνά
[nuˈna]
Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ.
Θηλ.
νούνα
[ˈnuna]
Ανακ., Μαλακ., Ουλαγ., Σινασσ.
Νεότ. ουσ. νονός, το οπ. από το μεταγν. νόννος, πβ. και μεταγν. νέννος = θείος.
1. Ανάδοχος
Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ.
:
Ντο χάε αν έν’ μαχάμ’ ντο νουνά dο κεφινεdά gαι παάζ’ ντο dα μορμόρια
(Αν αυτός που πέθανε είναι βρέφος, η νονά το σαβανώνει και το πηγαίνει στο νεκροταφείο)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Παίρ’ το φσ̑άχ’ ασ’ σο νουνάς τα χέρια
(Παίρνει (η μητέρα) το παιδί από της νονάς τα χέρια)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Πουρνό πουρνό γαμβρός με το παρασ̑τηκάμενο, με το σύντεκνο, με το τατά, με το νουνά παίνουν νεκλησ̑ά
(Πρωί πρωί ο γαμπρός με τον παράνυμφο, με τον κουμπάρο, με τον νονό, με την νονά πηγαίνουν στην εκκλησία)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Νύχτα παίνισ̑καν τα χισίμια τ’, τα τατάδε, νουνάδε, σύντεξες, τα συντικόδια
(Το βράδυ πήγαιναν οι συγγενείς τους, οι ανάδοχοι, οι ανάδοχες, οι αναδεκτές, οι αναδεκτοί)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Συνών.
δεξάμενος, παππούς :2, σύντεκνος :2, τατάς :2
2. Κουμπάρος, κουμπάρα, αυτός/-ή που στεφανώνει και βαπτίζει
Αξ., Ουλαγ., Τελμ., Φλογ.
:
Ερούτονε νουνά, φέρισ̑κεν σ̑ινιά, σ̑ινιαλάτανεν, σ̑ίνιαζεν νουνά το νύφ'
(Ερχόταν η κουμπάρα, έφερνε χέννα, έβαφε η κουμπάρα τη νύφη με χέννα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Ασμ.
Εγώ νουνά τ' ας γενώ, τα στέφανά τ' ας πιάσω
(Εγώ ας γίνω κουμπάρα του, ας κρατήσω τα στέφανά του)
Τελμ.
-Αλεκτ.
Συνών.
παραστεκάμενος, σύντεκνος, συντέξα