νοξάνι
(ουσ. ουδ.)
νοξάν̑ι
[noˈksaɲi]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. noksan = α) έλλειψη β) ελάττωμα.
Έλλειψη
:
Aυτά τα σεράϊα κό μου είνου. Έσ̑ει ένα νοξάν̑ι. Ρέν ντα σωρείς μί;
(Αυτά τα παλάτια είναι δικά μου. Υπάρχει μιά έλλειψη. Δεν το βλέπεις;)
Σίλ.
-Dawk.