ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νοτιά (ουσ. θηλ.) νοτιά [noʹtça] Μαλακ., Ποτάμ., Φλογ. νουτιά [nuˈtça] Μισθ. Αρσ. νοτιάς [noʹtças] Μαλακ., Μισθ. Από το αρχ. ουσ. νοτία. O τύπ. αρσ. νοτιάς αναλογ. κατά το βοριάς.
1. Υγρασία ό.π.τ.
2. Νότιος άνεμος, νοτιάς Μαλακ., Ποτάμ. Συνών. νότος