νοτιά
(ουσ. θηλ.)
νοτιά
[noʹtça]
Μαλακ., Ποτάμ., Φλογ.
νουτιά
[nuˈtça]
Μισθ.
Από το αρχ. ουσ. νοτία.
1. Υγρασία
ό.π.τ.
2. Νότιος άνεμος, νοτιάς
Ποτάμ.