ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νοτιάζω (ρ.) νουτιάζου [nuˈtçazu] Μισθ. νουτιανίσκου [nutʝaˈnisku] Μισθ. Αόρ. νοτιάσα [notˈçasa] Φλογ. Από το μεσν. ρ. νοτιάζω, το οπ. από μεταγν. ρ. νοτιάω.
1. Υγραίνω, νοτίζω, μτβ. και αμτβ. ό.π.τ.
2. Είμαι κούφιος Μισθ.