νοτιάζω
(ρ.)
νουτιάζου
[nuˈtçazu]
Μισθ.
νουτιανίσκου
[nutʝaˈnisku]
Μισθ.
Αόρ.
νοτιάσα
[notˈçasa]
Φλογ.
Από το μεσν. ρ. νοτιάζω, το οπ. από μεταγν. ρ. νοτιάω.
1. Υγραίνω, νοτίζω, μτβ. και αμτβ.
ό.π.τ.
2. Είμαι κούφιος
Μισθ.