νολί
(ουσ. ουδ.)
νολί
[noˈli]
Ουλαγ.
λολί
[loˈli]
Ουλαγ.
λονί
[loˈni]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. nolu = μικρό πιθάρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. lolu (THADS, λ. lolu II, nolu). Για την λ. βλ. Καραποτόσογλου (2003: 204). Δεν αποκλείεται απώτερη σύναψη ως αντιδάν. με το ουσ. όλμος (υποκορ. ὁλμίν), το οπ. είχε και την σημ. 'κύπελλο'.
Είδος κοντόχοντρου πιθαριού με δύο χερούλια, για την διατήρηση τροφίμων
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Βρέξε βρέξε βρεχτενή, τα ποδάρια μ' στο λονί κι η καρδιά μου σο ψωμί
(Βρέξε βρέξε βροχερή, τα ποδάρια μου στο λονί κι η καρδιά μου στο ψωμί)
Ανακ.
-Κωστ.Α.