ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νολί (ουσ. ουδ.) νολί [noˈli] Ουλαγ. λολί [loˈli] Ουλαγ. λονί [loˈni] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. nolu = μικρό πιθάρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. lolu (THADS, λ. lolu II, nolu). Για την λ. βλ. Καραποτόσογλου (2003: 204). Δεν αποκλείεται απώτερη σύναψη ως αντιδάν. με το ουσ. όλμος (υποκορ. ὁλμίν), το οπ. είχε και την σημ. 'κύπελλο'.
Είδος κοντόχοντρου πιθαριού με δύο χερούλια, για την διατήρηση τροφίμων ό.π.τ. : || Ασμ. Βρέξε βρέξε βρεχτενή, τα ποδάρια μ' στο λονί κι η καρδιά μου σο ψωμί (Βρέξε βρέξε βροχερή, τα ποδάρια μου στο λονί κι η καρδιά μου στο ψωμί) Ανακ. -Κωστ.Α.