νομάτης
(ουσ. αρσ.)
νομάτης
[noˈmatis]
Αφσάρ., Φάρασ.
νουμάτης
[nuˈmatis]
Αξ., Φάρασ.
νομάτ'ς
[noʹmats]
Φάρασ.
νομάτ͑'
[noˈmatʰ]
Αφσάρ., Φάρασ.
ονομάτσης
[onoˈmatsis]
Μαλακ.
νομάτσ̑ης
[noˈmatʃis]
Αραβαν., Σίλ.
νουμάτσ̑ης
[nuˈmatʃis]
Αραβαν.
ομάτσ̑ης
[oˈmatʃis]
Σίλ.
νομάτο
[noˈmato]
Σίλατ.
νομάτους
[noˈmatus]
Σίλ.
ομάτους
[oˈmatus]
Σίλ.
Πληθ.
νομάτοι
[noˈmati]
Τροχ., Τσουχούρ., Φάρασ.
νομάτ'
[noˈmat]
Αφσάρ., Μισθ., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ.
ονομάτ'
[onoʹmat]
Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
ονουμάτ'
[onuˈmat]
Μισθ.
νομάτες
[noˈmates]
Φκόσ.
νομάτε
[noˈmate]
Γούρδ., Φερτάκ.
νουμάτε
[nuˈmate]
Αραβαν.
νομάτσ̑ηροι
[noˈmatʃiri]
Σίλ.
νομάτσ̑οι
[noˈmatʃi]
Σίλ.
ομάτσηροι
[oʹmatsiri]
Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. ὀνομάτοι (< ὄνομα). Ο τύπ. νομάτοι στον Σομ. Οι τύπ. εν. νομάτος-νομάτης αναλογ. από τον πληθ. Η αποβολή του αρκτ. [n] στους τύπους από την Σίλλη λόγω συνεκφοράς με το ορ. άρθρ. Πβ. το κοινό ν.ε. νοματαίοι.
1. Άνθρωπος
ό.π.τ.
:
Κρίμα ατζείνο το νομάτη μοτό του τα χέρε του νομάτη το υιό δίτιται σα χέρε
(Κρίμα σε εκείνον τον άνθρωπο που από τα χέρια του θα παραδοθεί ο υιός του ανθρώπου· «οὐαὶ δὲ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι’ οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται», Εὐαγγ. Ματθ. 26.24)
Φάρασ.
-Lag.
Άφ' του ένι κ͑άμι νομάτ͑' άμ-μα μαγραώνει τσ̑όγας
(Όχι μόνο είναι κακός άνθρωπος αλλά μαλώνει κιόλας)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
Του νοματού τη χαραή
(Του ανθρώπου το πρόσωπο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Σαμού έρτσιτι ο Χορτόης, του νοματού τα 'φτάλμα 'εμούται
(Όταν έρχεται ο Ιούνιος, τα μάτια του ανθρώπου γεμίζουν, ενν. από το θέαμα της βλάστησης)
Φάρασ.
-Ιορδαν.
Ντυό νομάτ'
(Δύο άνθρωποι)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Γεσιρλάντσ̑αμ' ντιτσ̑εννιά ονουμάτ'
(Αιχμαλωτίσαμε δεκαεννέα ανθρώπους)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ήτουνε τέσσερα νομάτοι
(Ήταν τέσσερις άνθρωποι)
Φάρασ.
-Dawk.
Έρχονται πένdε νομάτ'
(Έρχονται πέντε άνθρωποι)
Σίλατ.
-Χωλόπ.
Ατότε πουά νομάτοι πηάγαν σα πασ̑χά τα χωρία
(Από τότε πολλοί άνθρωποι πήγαν στα άλλα τα χωριά)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ήτασ̑ι γυό νομάτσ̑οι· τούτσ̑οι ρυό τους 'εν̑ήκασ̑ι αρκαdάσ̑ηροι
(Ήταν δυό άνθρωποι· αυτοί οι δυό τους έγιναν σύντροφοι)
Σίλ.
-Dawk.JHS
Ένα τ͑αμπάχ’, τρώειναμ’ ρέκα, ρώρικα νομάτσ̑οι
(Από ένα πιάτο τρώγαμε δέκα-δώδεκα άτομα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Πεντέξ̑η μεγάλα ονομάτ' πουρούξαν σ' ένα τόπος
(Πέντε-έξι σημαντικοί άνθρωποι μαζεύτηκαν σε ένα μέρος)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Ήρτ͑αν πάλι ετσ̑εί τ͑σ̑ιπ͑ του ’υρεύκ͑αν να ’ινούν π͑ατισ̑άχοι οι νομάτοι
(Ήρθαν πάλι εκεί όλοι οι άνθρωποι που ήθελαν να γίνουν βασιλιάδες)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
Ετιά νομάτε πήγαν σο πατισ̑άχο
(Αυτοί οι άνθρωποι πήγαν στον βασιλιά)
Γούρδ.
-Dawk.
Πολλά νομάτ' ήρταν απ' του Μισ̑τί τσ̑όαν
(Πολλοί άνθρωποι είχαν έρθει από το Μισθί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Χοκματού νομάτοι
(Άνθρωποι του κράτους˙ δημόσιοι υπάλληλοι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Βασιλό νομάτ’
(Ἀνθρωποι του βασιλιά˙ το ίδιο)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β
'ίνου νομάτ'
(Γίνε άνθρωπος˙ φέρσου σωστά, συμμορφώσου)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Ρουσ̑ού νομάτ’
(Άνθρωπος του βουνού˙ αγριάνθρωπος)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
|| Παροιμ.
Του πνίζεται ο νομάτ', πιένεται 'ς το τσ̑ουφάλιν του
(Ο άνθρωπος που πνίγεται πιάνεται από το κεφάλι του˙ ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά του πιάνεται· οι απελπισμένοι στηρίζονται και στην παραμικρή ελπίδα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ο φουχαρα̈́ς ο νομάτ' δίτει το ζενgίνη σαταγάς
(Ο φτωχός ο άνθρωπος δίνει στον πλούσιο ελεημοσύνη˙ όταν κάποιος δίνει σε κάποιον που έχει περισσότερα από αυτόν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
άθρωπος :2, ινσάνος :1, κανείς :3, ογλάν :2, πρόσωπο, χερίφος :1, ψυχή :5
2. Άντρας
Αφσάρ., Φάρασ.
:
Ήτανε 'α ναίκα τσ̑ ' 'α νομάτ'
(Ήτανε μία γυναίκα και ένας άντρας)
Φάρασ.
-Dawk.
Συ αποπιδέα το ποιού το νομάτη α πάρεις;
(Εσύ ποιον άντρα από αυτούς θα πάρεις;)
Αφσάρ.
-Dawk.
Σο Βαρασ̑ό, α φορά, ήτουν α παρεδομένο νομάτ'ς
(Μιά φορά, στα Φάρασα, ήταν ένας άντρας παντρεμένος)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Παροιμ.
Α νομάτ’ να ’κούσε ζ’ ναίκας το κατζ̑ί, τσ̑αι τσ̑είνο το νομάτ’ σαϊλντι-έζεται ναίκα
(Αν ένας άντρας ακούσει της γυναίκας τον λόγο, κι εκείνος ο άντρας λογαριάζεται για γυναίκα˙ είναι υποτιμητικό για τους άντρες να ακούν την γνώμη των γυναικών)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Οι νομάτοι ζένουν σαμού τρων ντα σταφύλε, οι ναίτσ̑ες ζένουν σαμού ’θίζουν τα τζίτζιφα
(Οι άντρες ανάβουν όταν τρώνε τα σταφύλια, οι γυναίκες ανάβουν όταν ανθίζουν τα τζίτζιφα˙ η εποχή ερωτικής έξαψης των ανδρών είναι ο Αύγουστος, τον γυναικών ο Μάιος)
Φάρασ.
Συνών.
άντρας, σερνικός, χερίφος :2
3. Σύζυγος
Φάρασ.
:
Ο Θεός να φυλάξει τα μαχτσούμε σου τσ̑αι το νομάτη σου
(Ο Θεός να φυλάξει τα παιδιά σου και τον άντρα σου)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Ε νομάτη, να υπάγω να παρακαλέσω τον Θεό, να μεζ δώσει μαχσούμι
(Άντρα μου, θα πάω να παρακαλέσω τον Θεό να μας δώσει παιδάκι)
Άνδρα, δε λένκαμε ποτέ, μόνο νομάτη. να πούμε “έρχεται ο άνδρας μου, Παναΐα μου, ντρεπόμαστε. "έρχεται ο νομάτη μου”, αυτό ήτουνε καλό.
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Συνών.
άντρας, αφέντης :3, σερνικός, χερίφος :3