ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νομάτης (ουσ.) νομάτης [noˈmatis] Αφσάρ., Φάρασ. νουμάτης [nuˈmatis] Αξ., Φάρασ. ονομάτσης [onoˈmatsis] Μαλακ. νομάτσ̑ης [noˈmatʃis] Αραβαν., Σίλ. νουμάτσ̑ης [nuˈmatʃis] Αραβαν. ομάτσ̑ης [oˈmatʃis] Σίλ. νομάτο [noˈmato] Σίλατ. νομάτ͑' [noˈmatʰ] Αφσάρ. νομάτους [noˈmatus] Σίλ. ομάτους [oˈmatus] Σίλ. Πληθ. νομάτοι [noˈmati] Τσουχούρ., Φάρασ. νομάτ' [noˈmat] Αφσάρ., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ. ονομάτ' [onoʹmat] Φλογ. ονουμάτ' [onuˈmat] Μισθ. νομάτες [noˈmates] Φκόσ. νομάτε [noˈmate] Γούρδ., Φερτάκ. νουμάτε [nuˈmate] Αραβαν. νομάτσ̑ηροι [noˈmatʃiri] Σίλ. νομάτσ̑οι [noˈmatʃi] Σίλ. ομάτσηροι [oʹmatsiri] Σίλ. Από το μεσν. ουσ. ὀνομάτοι (< ὄνομα). Ο τύπ. νομάτοι στον Σομ. Οι τύπ. εν. νομάτος-νομάτης αναλογ. από τον πληθ. Η αποβολή του αρκτ. [n] στους τύπους από την Σίλλη λόγω συνεκφοράς με το ορ. άρθρ. Πβ. το κοινό ν.ε. νοματαίοι.
1. Άνθρωπος ό.π.τ. : Ντυό νομάτ' (Δύο άνθρωποι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Γεσιρλάντσ̑αμ' ντιτσ̑εννιά ονουμάτ' (Αιχμαλωτίσαμε δεκαεννέα ανθρώπους) Μισθ. -Κοτσαν. Ήτουνε τέσσερα νομάτοι (Ήταν τέσσερις άνθρωποι) Φάρασ. -Dawk. Του νοματού τη χαραή (Του ανθρώπου το πρόσωπο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Έρχονται πένdε νομάτ' (Έρχονται πέντε άνθρωποι) Σίλατ. -Χωλόπ. Ατότε πουά νομάτοι πηάγαν σα πασ̑χά τα χωρία (Από τότε πολλοί άνθρωποι πήγαν στα άλλα τα χωριά) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Άφ' του ένι κ͑άμι νομάτ͑' άμ-μα μαγραώνει τσ̑όγας (Όχι μόνο είναι κακός άνθρωπος αλλά μαλώνει κιόλας) Αφσάρ. -Αναστασ. Ήτασ̑ι γυό νομάτσ̑οι· τούτσ̑οι ρυό τους 'εν̑ήκασ̑ι αρκαdάσ̑ηροι (Ήταν δυό άνθρωποι· αυτοί οι δυό τους έγιναν σύντροφοι) Σίλ. -Dawk.JHS Ένα τ͑αμπάχ’, τρώιναμ’ ρέκα, ρώρικα νομάτσ̑οι (Από ένα πιάτο τρώγαμε δέκα-δώδεκα άτομα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Φρ. Χοκματού νομάτοι (Άνθρωποι του κράτους˙ Δημόσιοι υπάλληλοι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. Του πνίζεται ο νομάτ', πιένεται 'ς το τσ̑ουφάλιν του (Ο άνθρωπος που πνίγεται πιάνεται από το κεφάλι του˙ Ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά του πιάνεται· οι απελπισμένοι στηρίζονται και στην παραμικρή ελπίδα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ο φουχαρα̈́ς ο νομάτ' δίτει το ζενgίνη σαταγάς (Ο φτωχός ο άνθρωπος δίνει στον πλούσιο ελεημοσύνη˙ Όταν κάποιος δίνει σε κάποιον που έχει περισσότερα από αυτόν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. άθρωπος, κανείς, ογλάν, πρόσωπο, χερίφος, ψυχή, ινσάνος
2. Άντρας, σύζυγος Αφσάρ., Φάρασ. : Ήτανε 'α ναίκα τσ̑ ' 'α νομάτ' (Ήτανε μία γυναίκα και ένας άντρας) Φάρασ. -Dawk. Ο Θεός να φυλάξει τα μαχτσούμε σου τσ̑αι το νομάτη σου (Ο Θεός να φυλάξει τα παιδιά σου και τον άντρα σου) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ.