ινσάνος
(ουσ. αρσ.)
ινσάνος
[inˈsanos]
Καππ.
ιντσ̑άνος
[inˈtʃanos]
Αξ., Τροχ.
ιντσ̑άνους
[inˈtʃanus]
Μισθ.
ινdζ̑άνους
[inˈdzʝanus]
Μισθ.
ισάνης
[iˈsanis]
Τελμ.
ισάνι
[iˈsani]
Φάρασ.
ιντσ̑άνι
[inˈtsani]
Φάρασ.
ινσάν'
[inˈsan]
Αξ.
Πληθ. Αιτ.
ιντσ̑ανιούς
[intʃaˈɲus]
Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. insan = άνθρωπος, όπου και διαλεκτ. τύπ. ι̂san, isan.
1. Άνθρωπος
ό.π.τ.
:
Σωρόφταμ' πολλά ινdζ̑άν'
(Μαζευτήκαμε πολλοί άνθρωποι )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ήρτεν ενανάλλο ινσάνος
(Ήρθε ένας άλλος άνθρωπος)
Αξ.
-Dawk.
Τουν πεινάει ιντσ̑άνους ποίκει ένα αλευρουγιού σουγκάτους
(Όταν πεινάει ο άνθρωπος φτιάχνει μία ομελέτα με αλεύρι)
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Λιέγα τραχαριέρε ισάνε
(Μερικοί τριχωτοί άνθρωποι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Διέβος είσαι γιόσα ισάνι;
(Είσαι δαίμονας ή άνθρωπος;)
Φάρασ.
-Dawk.
'σ' σου να είσαι ισάνι, να ινίς α δι-έβος έν' καό
(Από το να γίνεις άνθρωπος, καλύτερα να γίνεις διάβολος)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ας ρανήσουμε να διούμε τσι γκρεύ' το γεφύρι· ινσάνος γκρεύ', χαϊβάνι γκρεύ';
(Ας κοιτάξουμε να δούμε τι θέλει το γεφύρι (για να σταθεί)· άνθρωπο γυρεύει, ζώο γυρεύει;)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σκότωσάν ντο εκεί το ινσάν
(Τον σκότωσαν εκείνον τον άνθρωπο)
Αξ.
-Dawk.
Κάdζιψιν τζαι είπεν το πουλπούλι μο ινσανού γώσσα
(Μίλησε και είπε το αηδόνι με ανθρώπινη γλώσσα)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Εδού βρωμεί ινσανιού κιριάς
(Εδώ βρωμάει ανθρώπινο κρέας)
Τελμ.
-Dawk.
|| Φρ.
Ινσάνος άψ̑ητος
(Άνθρωπος άψητος˙ άπειρος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ινσάνος, το ντε χαζλαdι̂́ζ̑' το χορτάρ', 'ς το κεφάλι τ' απάνω
(Το χόρτο που δεν αρέσει του ανθρώπου, φυτρώνει στο κεφάλι του επάνω˙ όταν προσπαθούμε να αποφύγουμε κάτι, συχνά το βρίσκουμε μπροστά μας)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Σου Σαγματά δι-έβοι τζ̑ο 'πόμειναν· έμbαν σου ισανούν τις τσ̑οιλίες
(Στου Σαγματά δαίμονες δεν απέμειναν· μπήκαν στις κοιλιές των ανθρώπων˙ οι άνθρωποι έχουν τόσο πολλοί πονηρέψει, που συμπεριφέρονται σαν διάβολοι και κάνουν το κακό. Έτσι, δεν χρειάζεται πια η παρουσία των διαβόλων στο φαράγγι του Σαγματά, έξω από τα Φάρασα, όπου πιστευόταν ότι συγκεντρώνονταν οι διάβολοι τα βράδια και άναβαν κεριά)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
κανείς, νομάτης, ογλάν, πρόσωπο, χερίφος, ψυχή :5
2. Λαός, κοσμάκης
Φάρασ.
:
|| Ασμ.
Το ισάνι παρπάτ'σεν ατί μερμήτσι
(Ο κόσμος περπατούσε σαν τα μυρμήγκια)
Φάρασ.
-Κελεκ.