ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ινσάνος (ουσ. αρσ.) ινσάνος [inˈsanos] Καππ. ιντσ̑άνος [inˈtʃanos] Αξ., Τροχ. ιντσ̑άνους [inˈtʃanus] Μισθ. ινdζ̑άνους [inˈdzʝanus] Μισθ. ισάνης [iˈsanis] Τελμ. ισάνι [iˈsani] Φάρασ. ιντσ̑άνι [inˈtsani] Φάρασ. ινσάν' [inˈsan] Αξ. Πληθ. Αιτ. ιντσ̑ανιούς [intʃaˈɲus] Τροχ. Από το τουρκ. ουσ. insan = άνθρωπος, όπου και διαλεκτ. τύπ. ι̂san, isan.
1. Άνθρωπος ό.π.τ. : Σωρόφταμ' πολλά ινdζ̑άν' (Μαζευτήκαμε πολλοί άνθρωποι ) Μισθ. -Κοτσαν. Ήρτεν ενανάλλο ινσάνος (Ήρθε ένας άλλος άνθρωπος) Αξ. -Dawk. Τουν πεινάει ιντσ̑άνους ποίκει ένα αλευρουγιού σουγκάτους (Όταν πεινάει ο άνθρωπος φτιάχνει μία ομελέτα με αλεύρι) -ΑΠΥ-ΕΝΔ Λιέγα τραχαριέρε ισάνε (Μερικοί τριχωτοί άνθρωποι) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Διέβος είσαι γιόσα ισάνι; (Είσαι δαίμονας ή άνθρωπος;) Φάρασ. -Dawk. 'σ' σου να είσαι ισάνι, να ινίς α δι-έβος έν' καό (Από το να γίνεις άνθρωπος, καλύτερα να γίνεις διάβολος) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ας ρανήσουμε να διούμε τσι γκρεύ' το γεφύρι· ινσάνος γκρεύ', χαϊβάνι γκρεύ'; (Ας κοιτάξουμε να δούμε τι θέλει το γεφύρι (για να σταθεί)· άνθρωπο γυρεύει, ζώο γυρεύει;) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Σκότωσάν ντο εκεί το ινσάν (Τον σκότωσαν εκείνον τον άνθρωπο) Αξ. -Dawk. Κάdζιψιν τζαι είπεν το πουλπούλι μο ινσανού γώσσα (Μίλησε και είπε το αηδόνι με ανθρώπινη γλώσσα) Φάρασ. -Παπαδ. Εδού βρωμεί ινσανιού κιριάς (Εδώ βρωμάει ανθρώπινο κρέας) Τελμ. -Dawk. || Φρ. Ινσάνος άψ̑ητος (Άνθρωπος άψητος˙ άπειρος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ινσάνος, το ντε χαζλαdι̂́ζ̑' το χορτάρ', 'ς το κεφάλι τ' απάνω (Το χόρτο που δεν αρέσει του ανθρώπου, φυτρώνει στο κεφάλι του επάνω˙ όταν προσπαθούμε να αποφύγουμε κάτι, συχνά το βρίσκουμε μπροστά μας) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Παροιμ. Σου Σαγματά δι-έβοι τζ̑ο 'πόμειναν· έμbαν σου ισανούν τις τσ̑οιλίες (Στου Σαγματά δαίμονες δεν απέμειναν· μπήκαν στις κοιλιές των ανθρώπων˙ οι άνθρωποι έχουν τόσο πολλοί πονηρέψει, που συμπεριφέρονται σαν διάβολοι και κάνουν το κακό. Έτσι, δεν χρειάζεται πια η παρουσία των διαβόλων στο φαράγγι του Σαγματά, έξω από τα Φάρασα, όπου πιστευόταν ότι συγκεντρώνονταν οι διάβολοι τα βράδια και άναβαν κεριά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. κανείς, νομάτης, ογλάν, πρόσωπο, χερίφος, ψυχή :5
2. Λαός, κοσμάκης Φάρασ. : || Ασμ. Το ισάνι παρπάτ'σεν ατί μερμήτσι (Ο κόσμος περπατούσε σαν τα μυρμήγκια) Φάρασ. -Κελεκ.