ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ινγκιάν (πρόθ.) ινgιάν [iŋˈɟan] Σίλ. ίνgια [ˈiŋɟa] Σίλ. ίνgαν [ˈiŋgan] Σίλ. ινgίν [iŋˈɟin] Σίλ. 'κάν [kan] Σίλ. Πιθ. από τον σύνδ. οποτανκιάν, όπου και τύπ. 'ποτινgιάν και 'ποτινgάν, με εσφαλμένη κατάτμηση 'πότ-ινgιάν. Ο τύπ. ινgίν με προχωρητ. αφομ. [i-a > i-i]. Ο τύπ. 'κάν πιθ. με ανομοιωτ. αποβολή του αρκτ. ιν- κατά την συμπροφ. με τον τύπ. είν' = είναι.
Σαν, όπως : Τούτους αρτούπους ινgιάν ντου τσ̑αν-νό λαεινόνdζ̑ισκι μοιριολόγια (Αυτός ο άνθρωπος, σαν τον τρελό, έλεγε μοιρολόγια) Σίλ. -Dawk. Τσα μιά χοσάσα κόρη, τα γιανάγχια της ίνgιαν τα μήλα, δεν τσην παγαντώμην; (Μια τόσο ωραία κοπέλα, τα μάγουλά της σαν τα μήλα, δεν θα μου άρεσε;) Σίλ. -Συλλ. Ίνgαν σένα (Σαν εσένα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Γουζιού μάνα λαεί: «Ό,τσ̑ι είν' 'καν μάνας τους του γάλα νας νούσ̑ι χαλάλι» (Του αρνιού η μάνα λέει «Όποια είναι σαν της μάνας τους το γάλα, να γίνουν χαλάλι») Σίλ. -Κωστ.Σ. Ινgιάν τούτου ζενgίν̑ης κανείς ρέ ητου (Σαν κι αυτόν πλούσιος δεν ήταν κανένας) Σίλ. -Dawk. || Φρ. Ρυό φοράς 'κάν εμένα (Δυο φορές σαν εμένα˙ Διπλάσιος από εμένα) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Ασμ. - Πετρασήλι μου ντώκι στην γκαμάρα. - Συ μην κλάψεις, μερ παπά μου,
ινgίν αϊτούνα, ιγώ μπαίνου, ινgίν μπέρντικα, ιγώ βγαίνου.
(- Το πετραχήλι μου έπεσε στην καμάρα. - Εσύ μην κλαις, παπά μου
σαν τον αετό εγώ μπαίνω, σαν την περδικα εγώ βγαίνω)
Σίλ. -Pernot.Gall.
Συνών. κιάταν, ως