ινγκιάν
(πρόθ.)
ινgιάν
[iŋˈɟan]
Σίλ.
ίνgια
[ˈiŋɟa]
Σίλ.
ίνgαν
[ˈiŋgan]
Σίλ.
ινgίν
[iŋˈɟin]
Σίλ.
'κάν
[kan]
Σίλ.
Πιθ. από τον σύνδ. οποτανκιάν, όπου και τύπ. 'ποτινgιάν και 'ποτινgάν, με εσφαλμένη κατάτμηση 'πότ-ινgιάν. Ο τύπ. ινgίν με προχωρητ. αφομ. [i-a > i-i]. Ο τύπ. 'κάν πιθ. με ανομοιωτ. αποβολή του αρκτ. ιν- κατά την συμπροφ. με τον τύπ. είν' = είναι.
Σαν, όπως
:
Τούτους αρτούπους ινgιάν ντου τσ̑αν-νό λαεινόνdζ̑ισκι μοιριολόγια
(Αυτός ο άνθρωπος, σαν τον τρελό, έλεγε μοιρολόγια)
Σίλ.
-Dawk.
Τσα μιά χοσάσα κόρη, τα γιανάγχια της ίνgιαν τα μήλα, δεν τσην παγαντώμην;
(Μια τόσο ωραία κοπέλα, τα μάγουλά της σαν τα μήλα, δεν θα μου άρεσε;)
Σίλ.
-Συλλ.
Ίνgαν σένα
(Σαν εσένα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Γουζιού μάνα λαεί: «Ό,τσ̑ι είν' 'καν μάνας τους του γάλα νας νούσ̑ι χαλάλι»
(Του αρνιού η μάνα λέει «Όποια είναι σαν της μάνας τους το γάλα, να γίνουν χαλάλι»)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ινgιάν τούτου ζενgίν̑ης κανείς ρέ ητου
(Σαν κι αυτόν πλούσιος δεν ήταν κανένας)
Σίλ.
-Dawk.
|| Φρ.
Ρυό φοράς 'κάν εμένα
(Δυο φορές σαν εμένα˙ Διπλάσιος από εμένα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Ασμ.
- Πετρασήλι μου ντώκι στην γκαμάρα. - Συ μην κλάψεις, μερ παπά μου,
ινgίν αϊτούνα, ιγώ μπαίνου, ινgίν μπέρντικα, ιγώ βγαίνου. (- Το πετραχήλι μου έπεσε στην καμάρα. - Εσύ μην κλαις, παπά μου
σαν τον αετό εγώ μπαίνω, σαν την περδικα εγώ βγαίνω) Σίλ. -Pernot.Gall. Συνών. κιάταν, ως
ινgίν αϊτούνα, ιγώ μπαίνου, ινgίν μπέρντικα, ιγώ βγαίνου. (- Το πετραχήλι μου έπεσε στην καμάρα. - Εσύ μην κλαις, παπά μου
σαν τον αετό εγώ μπαίνω, σαν την περδικα εγώ βγαίνω) Σίλ. -Pernot.Gall. Συνών. κιάταν, ως