ιναντίζω
(ρ.)
ινανdι̂́ζω
[inanˈdɯzo]
Αραβαν., Μαλακ.
ινανdούζω
[inanˈduzo]
Σεμέντρ.
ινανdώ
[inanˈdo]
Σίλ., Φλογ.
ινανdού
[inanˈdu]
Ουλαγ.
γινανdίζου
[ʝinanˈdizu]
Μισθ.
γινετίζω
[ʝineˈtizo]
Σινασσ.
γινανdώ
[ʝinanˈdo]
Αραβ., Τροχ.
Παρατατ.
ινάνdανα
[iˈnandana]
Σίλ.
Αόρ.
ινάντ'σα
[iˈnantsa]
Μαλακ.
γ̇ινάνσα
[ɣiˈnansa]
Αξ.
εϊνάνσα
[eiˈnansa]
Τελμ.
Από το τουρκ. ρ. inanmak (αόρ. inandı) = πιστεύω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Πιστεύω
ό.π.τ.
:
Toύτου ρέν ντουν ινανdά
(Αυτός δεν τον πιστεύει)
Σίλ.
-Dawk.JHS
Ετιά ούλ-λα έμαρεν ντα πατισάχος και ντεv ινάνσε
(Αυτά όλα τα έμαθε ο βασιλιάς και δεν πίστεψε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πέ το κι αζ μη ινανdι̂́σω
(Πες το κι ας μην το πιστέψω)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πατισ̑άχος ντεν εϊνάνσεν και πήγεν γιαυτό τ’ και ράν’σεν ντο
(Ο βασιλιάς δεν το πίστεψε και πήγε ο ίδιος και το είδε)
Τελμ.
-Dawk.
Χριστιανοί γινάντ'σαν πολύ στο Χεγό τ'νε
(Οι Χριστιανοί πίστευαν πολύ στον Θεό τους)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
|| Φρ.
Τα αdέλφια ντο̈γιΰσαν και τα τϋφεκέλια ινάνσαν
(Τα αδέρφια μάλωσαν και οι ανόητοι (το) πίστεψαν˙ τα αδέρφια έχουν ισχυρούς δεσμούς ακόμη κι αν δείχνουν πως δεν έχουν καλές σχέσεις)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
πιστεύω