ινίκι
(ουσ. ουδ.)
ιν-νίκ'
[inˈnik]
Φκόσ.
ενίκι
[eˈnici]
Φκόσ.
Πληθ.
ινίκια
[iˈnica]
Ανακ., Ουλαγ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. inlik = φωλιά ζώου, όπου και τύπ. innik.
Σπηλιά
ό.π.τ.
:
Aτέ τα ενίκε είνdαι τρυπία σ' α ρουσ̑ί πάνω, σου χωρού τα κάχε
(Αυτές οι σπηλιές είναι τρύπες πάνω σ' ένα βουνό, στην άκρη του χωριού)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
Συνών.
ίνι :1