ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ινίκι (ουσ. ουδ.) ιν-νίκ' [inˈnik] Φκόσ. ενίκι [eˈnici] Φκόσ. Πληθ. ινίκια [iˈnica] Ανακ., Ουλαγ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. inlik = φωλιά ζώου, όπου και τύπ. innik.
Σπηλιά ό.π.τ. : Aτέ τα ενίκε είνdαι τρυπία σ' α ρουσ̑ί πάνω, σου χωρού τα κάχε (Αυτές οι σπηλιές είναι τρύπες πάνω σ' ένα βουνό, στην άκρη του χωριού) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ371 Συνών. ίνι :1