-ίνα
(επίθμ.)
-ίνα
[-ˈina]
Ανακ., Αξ., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
Μεσν. επίθμ. -ίνα για τις σημ. 1 και 2, από το λατιν. ανδρωνυμικό και πατρωνυμικό επίθμ. -ina, που επεκτάθηκε σε θηλ. κύρια ονόμ. μη λατινικής προέλευσης και στην συνέχεια και σε προσηγορ.
1. Μετουσ. επίθμ. για τον σχηματ. θηλ. ουσ. από τα αντίστοιχα αρσ.
Σίλ.
:
γονξίνα
(γειτόνισσα)
Σίλ.
χισμετζίνα
(υπηρέτρια)
Σίλ.
Συνών.
-άβη
2. Μετουσ. επίθμ. για τον σχηματ. θηλ. ουσ. τα οποία δηλώνουν χορταρικά ή έντομα σε αντικατάσταση του παλαιότερου επιθμ. -ίδα.
Ανακ., Γούρδ.
:
καραβίνα
(κερασφόρο σκαθάρι)
Γούρδ.
πικρίνα
(είδος ραδικιού)
Γούρδ.
αραχθίνα
(αράχνη)
Ανακ.
Πβ.
-ιά, -ίστρα, -ίτσα
3. Μετουσ. επίθμ. για τον σχηματ. θηλ. ουσ. τα οποία δηλώνουν αντικείμενα που χαρακτηρίζονται από στοιχεία που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη
Αξ., Μισθ., Φάρασ.
:
σελλίνα
(μέρος της ανδρικής βράκας που εξέχει από πίσω)
Μισθ., Αξ.
Συνών.
-ίδι :2, -ούδι, -ούρι