ιναί
(επίρρ.)
ιναί
[iˈne]
Σίλ.
ινναί
[iˈne]
Σίλ.
Από το αρχ. επίρρ. ναι. Πβ. και τουρκ. επίρρ. ine = δεν είναι έτσι;
Ναι
:
Είπι: «Ιναί!»
(Είπε: «Ναι!»)
Σίλ.
-Dawk.