ιναί
(επίρρ.)
ιναί
[iˈne]
Σίλ.
ινναί
[iˈne]
Σίλ.
Από το αρχ. επίρρ. ναι. Πβ. και τουρκ. επίρρ. ine = δεν είναι έτσι;
Τροποποιήθηκε: 02/07/2025