ινσανοσύνη
(ουσ. θηλ.)
ινdζ̑ανοσύν'
[indʒanoˈsin]
Μισθ.
Από το ουσ. ινσάνος, όπου και τύπ. ινdζ̑άνους, και το παραγωγ. επίθμ. -σύνη.
Ανθρωπιά
:
Ινdζ̑ανοσύν' ντεν έεις απάνου σ'
(Ανθρωπιά δεν έχεις πάνω σου )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
αθρωποσύνη, ινσανλίκι