ιπατέτι
(ουσ. ουδ.)
ιπατέτ͑ι
[ipaˈtetʰi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. ibadet = α) προσευχή β) θρησκευτική λατρεία γ) λειτουργία.