ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιράσλαϊ (επίρρ.) γιράσ̑λαï [ʝiˈraʃlai] Μισθ. Από το επίρρ. ιράστα, όπου και τύπ. γιράς̑, και το ουσ. αλλάγι, όπου και τύπ. αλλάι.
Βολικά, σωστά : Oύλα φέτος ήρταν γιράσ̑λαϊ (Όλα φέτος ήρθαν βολικά) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Φέρουμ' ντου γιράσ̑λαϊ (Τον φέρνουμε σωστά˙ τον συμμορφώνουμε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. ιράστα, καλός, ορθά, ορθούτσικα :3