ιράσλαϊ
(επίρρ.)
γιράσ̑λαï
[ʝiˈraʃlai]
Μισθ.
Από το επίρρ. ιράστα, όπου και τύπ. γιράς̑, και το ουσ. αλλάγι, όπου και τύπ. αλλάι.
Βολικά, σωστά
:
Oύλα φέτος ήρταν γιράσ̑λαϊ
(Όλα φέτος ήρθαν βολικά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Φέρουμ' ντου γιράσ̑λαϊ
(Τον φέρνουμε σωστά˙ τον συμμορφώνουμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
ιράστα, καλός, ορθά, ορθούτσικα :3