ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιρένγκι (ουσ. ουδ.) ιρένgι [iˈreŋɟi] Φάρασ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. irenk = α) βασανιστήριο β) κακό γ) πρόβλημα, ενόχληση δ) εξαπάτηση, όπου και τύπ. ireng. Ο Dawkins (1916: 582) λημματογραφεί λανθασμένα αϊρένgι, με εσφαλμένη κατάτμηση λόγω συνεκφ. με το αόρ. άρθρ., σφάλμα που διορθώνει ο ίδιος αργότερα (Dawkins 1921: 58).
Κακό, ζημιά : 'α μποίτσ̑ει το μαχτσούμι 'α ιρένgι (Θα κάνει κακό στο παιδί) -Dawk. Συνών. γαζές, κακό, φελακέτ