ιρένγκι
(ουσ. ουδ.)
ιρένgι
[iˈreŋɟi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. irenk = α) βασανιστήριο β) κακό γ) πρόβλημα, ενόχληση δ) εξαπάτηση, όπου και τύπ. ireng. Ο Dawkins (1916: 582) λημματογραφεί λανθασμένα αϊρένgι, με εσφαλμένη κατάτμηση λόγω συνεκφ. με το αόρ. άρθρ., σφάλμα που διορθώνει ο ίδιος αργότερα (Dawkins 1921: 58).