ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ίρι (επίθ.) ίρι [ˈiri] Φάρασ. Από το τουρκ. επιθ. iri = μεγάλος, ογκώδης.
1. Μεγάλος : Ήξησεν τζ̑αι ντο φσ̑όκ-κο· ένdουνε τζ̑αι ίρι (Μεγάλωσε και το αγοράκι· έγινε μεγάλο) Φάρασ. -Dawk. Συνών. αδρός, μέγας
2. Σημαντικός : Ο νταdάς τουνε ίρι μά ’τουνε (Ο πατέρας τους δεν ήταν σημαντικός) Φάρασ. -Dawk. Συνών. γεγίνης, μεγαλάνος, μέγας