μέγας
(επίθ.)
μέγας
[ˈmeɣas]
Σίλ., Σινασσ.
μέγα
[ˈmeɣa]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ποτάμ., Τελμ., Τσαρικ., Τσουχούρ.
μέα
[ˈmea]
Ανακ., Αξ., Ουλαγ., Τσαρικ.
μεγάλους
[meʹɣalus]
Σίλ.
μεάλο
[meˈalo]
Αραβ., Ουλαγ.
Γεν.
μεγαλονού
[meɣaloʹnu]
Αξ.
Θηλ.
μέγα
[ˈmeɣa]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
μέο
[ˈmeo]
Φάρασ.
μεγάλη
[meˈɣali]
Σίλ.
μεγάλ'
[meˈɣal]
Αξ., Αραβαν.
μαάλ'
[maˈal]
Μισθ., Τσαρικ.
Ουδ.
μέγα
[ˈmeɣa]
Μισθ., Μπέηκ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ.
μέγαν
[ˈmeɣan]
Μπέηκ., Φάρασ.
μέγον
[ˈmeɣon]
Φάρασ.
μέγο
[ˈmeɣo]
Φάρασ.
μέαν
[ˈmean]
Ανακ.
μέα
[ˈmea]
Ανακ.
μεγάλου
[meʹɣalu]
Σίλ.
Πληθ.
μεγάλα
[meˈɣala]
Καππ.
μέγα
[ˈmeɣa]
Φάρασ.
Γεν.
μεγαλουριού
[meɣaluʹrʝu]
Σίλ.
Από το αρχ. επίθ. μέγας-μεγάλη-μέγα.
1. Μεγάλος σε μέγεθος
ό.π.τ.
:
Το μέγαν το λαγήν'
(Το μεγάλο κανάτι)
Αξ.
-Μαυροχ.
Ήρτεν ένα μέγα πουλί
(Ήρθε ένα μεγάλο πουλί)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Μεγάλη μύτσ̑η έσ̑ει
(Έχει μεγάλη μύτη)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ετό απ' εκείνο κι άλλο μέγα 'ναι
(Αυτό είναι πιο μεγάλο από εκείνο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Γλύτωσε 'ς του μέγον του φιδού το στόμα
(Γλύτωσε απ΄ του μεγάλου του φιδιού το στόμα)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Ο Ναστρατίν Χότζας ‘ύρεψεν 'σ' το γοντσή του το μέγο το χαριένι να βράσει κοτσί
(Ο Νασρεντίν Χότζας ζήτησε από το γείτονά του το μεγάλο καζάνι για να βράσει στάρι)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Απεκεί τράν'σεν gι ένα μέγα σαράι
(Από εκεί είδε κι ένα μεγάλο παλάτι)
Σίλατ.
-Dawk.
Ένα παλάτ' δέκα φορές ασ' μαυτού τ' μέγα
(Ένα παλάτι δέκα φορές πιο μεγάλο από το δικό του)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Ετό το μέα δέντρο να το κόψουμε φοβούταμεστε
(Αυτό το μεγάλο δέντρο φοβόμασταν να το κόψουμε)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Φρ.
Μέγα σκόλειου
(Μεγάλο σχολείο˙ γυμνάσιο)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Μέγα τσ̑ουφάλ'
(Μεγάλο κεφάλι˙ σημαντικός άνθρωπος, προύχοντας)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
To μέγο το δαχτύλι
(Το μεγάλο δάχτυλο˙ ο αντίχειρας)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β
|| Παροιμ.
Mέγα βούκα φά’, μέγα γκελετζ̑ί μη λες
(Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μη πεις˙ Μην υπόσχεσαι πάνω από τις δυνάμεις σου)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το μέγα ψάρ' τρώει το μικρό
(Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό˙ Οι ισχυροί επιβάλλονται)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το μέγον ντο ρουσ̑ί έσ̑ει μέο φορτούνα
(Το μεγάλο βουνό έχει μεγάλη καταιγίδα˙ οι σημαντικές θέσεις έχουν μεγάλες ευθύνες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
To μέγαν dο ψάρ' στο μέγαν ντο λερό μεγαλών'
(Το μεγάλο ψάρι μεγαλώνει στο μεγάλο νερό˙ Πλούσιος γίνεται κανείς σε μεγάλη πόλη)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
αδρός
β.
Ψηλός
Μισθ.
:
Ένα μέγα ναίκα
(Mια ψηλή γυναίκα
)
Μισθ.
-ΚΜΣ-ΚΠ242
Απ' ούλα ντου μέγα ντου βουνί λέν᾽ του Ἔβερεστ
(Το πιο ψηλό βουνό απ' όλα το λένε Έβερεστ
)
Μισθ.
-Φατ.
2. Μεγάλος σε ένταση ή σημασία
ό.π.τ.
:
Το μέα το κλέφ'
(Ο μεγάλος κλέφτης)
Ανακ.
-Cost.
Μέγα Βδομάρα
(Μεγάλη Εβδομάδα)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Θεγός μέαν είνdαι
(Ο Θεός είναι μεγάλος)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Φόρουναμ' ντα βλαχάρια σα μεγάλα ντα γιορτάις
(Φορούσαμε τα βραχιόλια στις μεγάλες γιορτές)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Είχιν μέγα σεβδά
(Είχε μεγάλο έρωτα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το ντέρτι μ' μέγα και πολύ 'ναι
(Ο καημός μου είναι μεγάλος και πολύς)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Έχω απάνω τ' ένα μέγα αχπαρμό
(Έχω μιά μεγάλη αγάπη γι' αυτό)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
'ύρεψες μέγο 'ύρεμα
(Ζήτησες μεγάλη χάρη)
Φάρασ.
-Dawk.
Ατέ τ’ άπρεπα του φταίνεις μο τις χωρώτοι είνται μέγο κουνάχι
(Αυτές οι απρέπειες που κάνεις με τους χωρικούς είναι μεγάλη αμαρτία)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Το μεγάλο η χαρά και το μεγάλο η λύπ’ έν το ίδιο πράμα
(Η μεγάλη χαρά και η μεγάλη λύπη είναι το ίδιο πράγμα)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Τι μέγα όργου να χιωρήσ'!
(Τι μεγάλη δουλειά θα κάνει!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ιτό έχουμ' δου μέγα βάσανο, ντε παντριβιέδι, τι να δου μποίκουμ' για!
(Αυτό το έχουμε μεγάλο βάσανο, δεν παντρεύεται, τι να τον κάνουμε πια!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Μαάλ' Τσ̑ερετσ̑ή
(Μεγάλη Κυριακή˙ Κυριακή του Πάσχα)
Μισθ., Τσαρικ.
-ΚΜΣ-ΚΠ294
Μέα Πάσκα
(Μεγάλο Πάσχα˙ Πάσχα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΑΠΘ
|| Ασμ.
Αυτόν παπά τον έχετε, παπά τον προσκυνάτε,
εψές ατός στο σπίτι μέγαν φόνον εποίκε (Αυτόν που τον έχετε παπά, που τον προσκυνάτε σαν παπά,
αυτός χτες στο σπίτι του έκανε ένα μεγάλο φονικό) Σινασσ. -Lag.
εψές ατός στο σπίτι μέγαν φόνον εποίκε (Αυτόν που τον έχετε παπά, που τον προσκυνάτε σαν παπά,
αυτός χτες στο σπίτι του έκανε ένα μεγάλο φονικό) Σινασσ. -Lag.
3. Μεγάλος σε ηλικία
ό.π.τ.
:
Ντο μέα μ' ντο παιί
(Το μεγάλο μου παιδί)
Ουλαγ.
-Κεσ.
χέκεν σο σανdι̂́χ μέσαν αελφή τ' το μέγα
(Έβαλε μέσα στο σεντούκι την μεγάλη του αδελφή)
Αξ.
-Dawk.
Ήξησαν ντα φσ̑όκκα. 'ενόσαν μέγα
(Αυξήθηκαν, μεγάλωσαν τα παιδιά, έγιναν μεγάλα)
Φάρασ.
-Dawk.
Το μέγο τουν αδεφός έμπη σο πρώτον τη στράτα, 'ς μέσης τουν έμπην σο δεύτερο τη στράτα τζαι το μιτσίκκο αδεφός έμπην σο τρίτον τη στράτα
(Ο μεγάλος αδελφός μπήκε στον πρώτο δρόμο, ο μεσαίος μπήκε στον δεύτερο δρόμο και ο μικρός αδελφός μπήκε στον τρίτο δρόμο)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Ντου μέγα τ' του παιΐ σκότουσα ντου Τούρτσ'
(Το μεγάλο του το παιδί το σκότωσαν Τούρκοι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Απ' εσέ μέγα 'νι
(Είναι πιο μεγάλη από σένα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ένα μέγα ναίκα ντέ 'νι, ένα μέγα σερνικό ντέ 'νι, 'παπού να μάχουμ' τίς 'νι!"
(Μια ηλικιωμένη γυναίκα δεν υπάρχει, ένας ηλικωμένος άνδρας δεν υπάρχει, από πού να μάθουμε ποιος είναι!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Γιώρης απ' εσέ λίου μέγα 'νι
(Ο Γιώργης είναι λίγο μεγαλύτερος από σένα)
Μισθ.
-Φατ.
Tıά τέκνους κι ἄλλ᾽ μέγα ‘vαι
(Αυτό το παιδί είναι μεγαλύτερο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Mέγα μάνα
(Μεγάλη μάνα˙ γιαγιά)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Μέγα βαβάς
(Μεγάλος μπαμπάς˙ παππούς)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Το μέγον ντου νοματού το καdζ̑ί χα̈́ρ βαχ̇ίτ νdα πιέσ'
(Του μεγάλου ανθρώπου το λόγο κάθε φορά να τον πιάνεις˙ τα λόγια των ηλικιωμένων είναι σοφά)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
β.
Μεγαλύτερος σε ηλικία· σε αυτή την περίπτωση μόνο χρησιμοποιείται η επαυξημένη γεν. μεγαλονού
Αξ.
:
Ετό το σπίτ' του μεγαλονού αελφού 'ναι
(Αυτό το σπίτι είναι του μεγαλύτερου αδελφού
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
4. Ως ουσ., ενήλικος ή ηλικιωμένος
Δίλ., Μισθ., Σίλ.
:
Μεγαλώ τα καλανdζ̑ά
(Τα λόγια των μεγάλων)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Oύλα τ' μεγαλουριού τα παιριά
(Τα παιδιά όλων των μεγάλων)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Φίλαναν τα χέρια σα μεγάλα
(Φίλαγαν τα χέρια των ηλικιωμένων)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Φίλαναμε μεγαλιού τα χέρα
(Φιλούσαμε τα χέρια των ηλικιωμένων)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Δα μεγάλα ούτσα λέιξαν ντα
(Οι μεγάλοι, οι παλιοί, έτσι το έλεγαν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ατούρα α μεγάλα πγίν'νι τζίαρα, να 'ενούμ' τσ' ιμείς
(Αυτοί οι μεγάλοι καπνίζουν τσιγάρα, να γίνουμε κι εμείς)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
γερόνι, γέρος, κοτζά, παλιός, χρονιάρης
5. Ως ουσ., αρχηγός ή προύχοντας
Μισθ., Ουλαγ., Φάρασ.
:
Ιτσ̑αρώ ντο μέα τίς 'ναι;
(Αυτονών ο αρχηγός ποιος είναι;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Να 'ινείς το μέγο μας
(Να γίνεις αρχηγός μας)
Φάρασ.
-Dawk.
Να ποίτζειτε το μέγα σας ναυραθούν μίστζικα, τζαι του ένι μέγα, ο τζουφαλάς σας, ναυραθεί ανdί τζιράχος
(ὑμεῖς δὲ οὐχ οὕτως, ἀλλ᾿ ὁ μείζων ἐν ὑμῖν γινέσθω ὡς ὁ νεώτερος, καὶ ὁ ἡγούμενος ὡς ὁ διακονῶν (ΚΔ Λουκ. 22.26))
Φάρασ.
-Lag.
Ντου μέγα τ'νι
(Ο αρχηγός τους)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ούλα τ’ μεγαλουριού τα παιριά, βαλή τ’ παιρί, Μουλλόγλου τ’ παιρί, πήγασι να αβτζ̑ηλαdήσουσι
(Όλα των προυχόντων τα παιδιά, του βαλή του παιδί, του Μουλλόγλου το παιδί, πήγαν να κυνηγήσουν)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ4