μάχσους
(επίρρ.)
μάχσους
[ˈmaxsus]
Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
μάξους
[ˈmaksus]
Σίλ.
Aπό το τουρκ. επίρρ. mahsus = επίτηδες. Πβ. νεότ. επίρρ. μαχσούς (Mackridge 2021: 125).
Επίτηδες
ό.π.τ.
:
Ογώνα μάχσους ντο έπ'κα
(Eγώ το έκανα επίτηδες)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ατό ποίτσ̑ε με τα τούτη μένα μάχσους να με φαν’ τα φίδε
(Αυτό μου το έκανε τούτη εμένα επίτηδες, για να με φάνε τα φίδια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σήμερα μάχσους ήρτα να σε το πω
(Σήμερα ήρθα εξεπίτηδες για να σου το πώ)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Mάχσους του σ̑άν'ς;
(Επίτηδες το κάνεις;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Είπι ντα μάχσους να γουλτώσ'
(Το είπε επίτηδες για να γλυτώσει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ογώ ξέρου, μάχσους ντου ρωτώ
(Εγώ το ξέρω, επίτηδες ρωτάω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
χουσουσί