ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαχάρνα (ουσ. θηλ.) Πληθ. μαχάρνες [maˈxarnes] Ανακ. μαχάρνια [maˈxarɲa] Σίλατ. μαχαρίνες [maxaˈrines] Ανακ. Από το τουρκ. ουσ. makarna = μακαρόνια, όπου και διαλεκτ. τύπ. maharna, το οπ. από το νεότ. ελλ. μακαρόνια (< βενετ. macaron< μεσν. μακαρώνεια ‘άσμα προς τιμή των νεκρών’). Για την ετυμολογ. σύνδεση της τουρκ. λ. με την ελλ., βλ. Nişanyan (2002- 2020, λ. makarna).
Σπιτικά μακαρόνια ό.π.τ. Συνών. εριστέ