ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαχαλάς (ουσ. αρσ.) μαχαλάς [maxaˈlas] Ανακ., Σίλ., Σινασσ., Τσαρικ. μαχαλά [maxaˈla] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σεμέντρ., Τζαλ., Τσαρικ., Φλογ. μαχαλές [maxaˈles] Φάρασ. μαχ'λέ [maˈxle] Σεμέντρ. μεχάς [meˈxas] Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. Πληθ. μαχαλάδια [maxaˈlaðʝa] Δίλ., Σινασσ., Φλογ. μαχαλάια [maxaˈlaja] Αξ. Νεότ. ουσ. μαχαλάς και μαχαλές (Mackridge 2021: 125), τα οπ. από το τουρκ. ουσ. mahalle (< αραβ. maḥalla(t)) = μαχαλάς, γειτονιά.
Γειτονιά, συνοικία ό.π.τ. : Του Εκκλησ̑άς ο Μαχαλάς (Η συνοικία της εκκλησίας) Ανακ. -Κωστ.Α. 'πανασ̑ήκωσε το μαχαλά ούλ-λο (Ξεσήκωσε όλη την γειτονιά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ἠρτε και εbέ και ένα-ερυό ναίκες ασ' τον μαχαλά τουν (Ἠρθε και η μαμή και μιά-δυό γυναίκες από το μαχαλά τους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Σι τίνους ντου μαχαλά καχόδουτι; (Σε ποια γειτονιά καθόσασταν;) Μισθ. -Κοτσαν. Κλώιξις μαχαλαϊού τα σοκάχια (Γύριζες στα σοκάκια της γειτονιάς) Μισθ. -Κοτσαν. Τελούτανε σα μαχαλάδια (Τριγυρνούσε στις γειτονιές) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Σα 'στάνου τον μεχά ένι αν ναίκα (Στην επάνω γειτονιά υπάρχει μιά γυναίκα) Τσουχούρ. -VLACH Και σα μαχαλάδια τραγώδαναν (Και στις γειτονιές τραγουδούσαν, ενν. τις Απόκριες) Δίλ. -ΚΜΣ-ΚΠ171 Εμείς εδώ έχουμε ένα γουμάρ' μαχαλάδια (Εμείς εδώ έχουμε ένα σωρό συνοικίες) Σινασσ. -Τακαδόπ. Έμαχι κανείας απού ποιο μαχαλά ήρταν 'ντουν απ' του απ 'ντου Μισ̑τί; (Έμαθε κανένας από ποια γειτονιά είχαν έρθει απ' το… απ' το Μισθί;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Μαχαλά μας τσείδι απαγά τσ̑ι κάτ', απάνου ούλα ούλα όφτσ̑ιρα (Η γειτονιά μας είναι αποδώ και κάτω, απάνω είναι όλα όλα κενά) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ούτσ̑α ντοΐστιζαν τ΄απάν' ντου μαχαλά μη δου κάτ' ντου μαχαλά (Έτσι τσακώνονταν η απάνω γειτονιά με την κάτω γειτονιά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Είπες τα πολύν κα, ε Πάνου Μεχά Κεχάς! (Τα είπες πολύ καλά, αρχηγέ του Πάνω Μαχαλά) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Παροιμ. Στο κάτω το μαχαλά είπα 'να ψέμα, 'ς τ' απάν' το μαχαλά πίστεψά το κι εγώ (Στην κάτω γειτονιά είπα ένα ψέμα, στην απάνω γειτονιά το πίστεψα κι εγώ˙ οι φήμες διαδίδονται πολύ γρήγορα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. κομσουλούκι