μαχανάς
(ουσ. αρσ.)
μαχανάς
[maxaˈnas]
Τσουχούρ., Φάρασ.
μαχανά
[maxaˈna]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
Πληθ.
μαχανάδια
[maxaˈnaðʝa]
Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
μαχανάρια
[maxaˈnarʝa]
Αραβαν.
μαχανάια
[maxaˈnaʝa]
Μισθ.
Aπό το τουρκ. (< περσ.) ουσ. bahane = α) πρόφαση, αφορμή β) κίνητρο γ) ελάττωμα, όπου και διαλεκτ. τύπ. mahana (Tietze 2018, λ. mahana). Κατά τον Κεσίσογλου (1951: 121), αντιδάν. από το ελλ. μηχανή.
Αφορμή, πρόφαση, δικαιολογία
ό.π.τ.
:
Aράντι̂ζε μαχανάρια να μποίκ' μουχαρεbέ και να πάρ' το Κάστρο dεγί
(Αναζητούσε προφάσεις για να κάνει πόλεμο και να πάρει το κάστρο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Μαχανά μεν αραΐζεις
(Μην ψάχνεις αφορμές)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ένα μαχανά γ-ηύρι εκεινό, μη φοάσαι
(Μια αφορμή βρήκε εκείνος, μη φοβάσαι)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Φερίξ' μαχανάδια
(Εφευρίσκει προφάσεις)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Με το μαχανά να πάγ' στην πόρεψη μαίν' στο στάβλο και σφάζ' το χτήνιο
(Με την πρόφαση να πάει στο αποχωρητήριο μπαίνει στο στάβλο και σφάζει την αγελάδα)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Ηύραν αυτό το μαχανά
(Βρήκαν αυτό το τέχνασμα)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Η μα του νενgώθει α μαχανάς νά υπά τεμέκ ν'dα γιοχλατήσει
(Η μάνα της αναζητά μιά αφορμή να πάει, τάχα να την αποχαιρετήσει)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Φταίνκεν α μαχανάς, φευγίνκε ’σ’ την εκκλεσία όξω
(Εύρισκε μιά πρόφαση, έβγαινε έξω από την εκκλησία)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Σο ορμάνι θωρεί τα λύκος, θέλ’ να τα φάει, αρατά μαχανάδια
(Στο δάσος τα βλέπει (ενν. τα πρόβατα) ένας λύκος, θέλει να τα φάει, αναζητεί προφάσεις)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361