ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαφ (ουσ. ουδ.) μαφ [maf] Ανακ. Από το τουρκ. ουσ. mahv/mahıv = καταστροφή, όπου και διαλεκτ. τύπ. maf.
Καταστροφή : Κουρτζής έπεσεν και τα εκίνια ποίκεν τα μαφ (Έπεσε χαλάζι και κατέστρεψε τα σπαρτά) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. τελέφι :1, χιρμάς