μαφ
(ουσ. ουδ.)
μαφ
[maf]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. mahv/mahıv = καταστροφή, όπου και διαλεκτ. τύπ. maf.
Τροποποιήθηκε: 01/09/2024