ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαύρος (επίθ.) μαύρος [ˈmavros] Καππ. μαύρους [ˈmavrus] Αφσάρ., Μισθ., Τσουχούρ., Φάρασ. Μεταγν. επίθ. μαῦρος.
1. Μαύρος ό.π.τ. : Το μαύρο π'σίκα (Η μαύρη γάτα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ρυό ματσ̑ού του απέσ' του μαύρου 'νι (Το μέσα των δύο ματιών του είναι μαύρο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Να σι τσαχτίσ' ντου μαύρου ντου γαϊdούρ' (Να σε γαμήσει το μαύρο το γαϊδούρι· ύβρις) Μισθ. -Κοτσαν. Είσ̑' α ζυ βόιδα̈, α μαύρον τζ̑αι α 'λτινό (Είχε ένα ζευγάρι βόδια, ένα μαύρο και ένα πυρρό) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Τα μέσα μ’ 'ένναν μαύρα σον το πίσσα ασ' το έφαγα το ξ̑ύλο (Η ράχη μου έγινε μαύρη σαν πίσσα από το ξύλο που έφαγα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ένε ερυό qότσ̑ια, ένα μαύρο κι ένα άσπρο (Είναι δύο κριάρια, ένα μαύρο κι ένα άσπρο) Ουλαγ. -Dawk. Τη χαραή σου ποίτσ̑ες τα μαύρον (Το πρόσωπό σου το έκανες μαύρο) Φάρασ. -Αναστασ. Σ̑άνιξαν τσ' ένα μαύρου λάπους (Έφτιαχναν και μιά μαύρη κρέμα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Γιούλης ποίκι μι μας-μαύρη (Ο ήλιος με έκανε κατάμαυρη) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 || Φρ. Νdαραγάρανε τα μαύρα μο τ’ άσπρα σου (Ανακατεύτηκαν τα μαύρα με τα άσπρα σου˙ για όποιον διασπάται σε πολλές εργασίες ταυτόχρονα και δεν μπορεί να ολοκληρώσει καμία) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Κατράν' μαύρο (Κατράμι μαύρο˙ κατάμαυρο) Αξ. -Παυλίδ. Μαύρα παχλά (Μαύρα φασόλια˙ κουκιά) Σινασσ., Ουλαγ., Αραβαν., Τροχ. -Φωστ.-Κεσ. Έκουαψε μαύρα δάκρες (Έκλαψε με μαύρα δάκρυα˙ έκλαψε πολύ) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Παροιμ. Άσπρο στσ̑υλί, μαύρο στσ̑υλί, τσ̑ίπ ένι α στσ̑υλί (Άσπρο σκυλί, μαύρο σκυλί, όλα είναι ένα σκυλί˙ όλοι οι Τούρκοι είναι ίδιοι και εξίσου κακοί) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ο γιαφιάς ένι μαύρο, αμά του νοματού τη χαραή 'σπρίζει τα (Ο καφές είναι μαύρος, αλλά το πρόσωπο του ανθρώπου το ασπρίζει˙ η προσφορά καφέ είναι πάντα ευχάριστη και ευπρόσδεκτη) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. καρά :1, σεάχ
2. Μτφ., κακός, άτυχος, δυσμενής Αραβαν., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ. : Μαύρου γισμέτι (Μαύρη μοίρα) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Νά 'ρτει το μαύρο σου το χαπάρι! (Να έρθει η μαύρη σου είδηση· αρά) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Μαύρα μέρες πέρνανε το ζαβαλ-λι̂́ (Μαύρες μέρες πέρναγε το καημένο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Ασμ. Ήρτι μαύρου τ' μάνα, κλαίει, κλαί' αφουρίζιτι (Ήρθε η μαύρη του η μάνα, κλαίει, κλαίει, καταριέται) Μισθ. -VLACH Θυμήθηκα τα νιάτα μου, τη μαύρη μου τη ναίκα,
οπού ήμουν δύο μερνώ γαμπρός, δώδεκα χρόνους σκλάβος
και τώρα την γυρεύουνε, άλλος θα να την πάρει
(Θυμήθηκα τα νιάτα μου, την καημένη τη γυναίκα μου
που ήμουνα δυό ημερών γαμπρός, δώδεκα χρόνια σκλάβος
και τώρα την ζητάνε, θα την πάρει άλλος)
Σινασσ. -Lag.
Άφ’σε με καλό πουλί να γράψω στα φτερά σου,
να γράψω τρία γράμματα και τρία μαύρα λόγια
(Άφησέ με καλό πουλί να γράψω στα φτερά σου,
να γράψω τρία γράμματα και τρεις κακές ειδήσεις)
Σινασσ. -Αρχέλ.
Πάτ'σανε μες οι Γαρανοί τον Πάσκα
Ήφαραν το μαύρον τον Έγα-Πάσκα
«Χριστός ανέστη» τζ̑οὔπαμε
Φέτο τον Έγα-Πάσκα
(Μας πάτησαν οι Τούρκοι το Πάσχα
Μας κάναν μαύρο το Άγιο Πάσχα
«Χριστός ανέστη» δεν είπαμε
φέτος το Άγιο Πάσχα)
Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.
Συνών. αβόλετος :2, γιαγίρι, πικρός, φενά :1
β. Κλεμμένος Φάρασ.
γ. Αμαρτωλός Φάρασ.
3. Το ουδ. ως ουσ., το μαύρο χρώμα, η μαυρίλα Σίλ., Φάρασ. Συνών. καραλτούς, μαυρίδα, μαυρίδι
4. Συνθηματ., ο καφές Σίλ. : Ποίζ' ένα μαύρου (Φτιάξε έναν καφέ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. καφές
β. Συνθηματ., το χασίς Φάρασ.
5. Το αρσ. ως ουσ., μόνο σε άσμ., το άλογο Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Τζαλ. : || Ασμ. Ξενιτευτής απέρασε στο μαύρο καβαλάρης,
κοντοκρατεί το μαύρο του και την καλημεράει
(Ένας ξενιτεμένος πέρασε καβάλα στο άλογό του,
Συγκρατεί το άλογό του από τα γκέμια κα την καλημερίζει )
Σινασσ. -Αρχέλ.
Να σε ιδώ, Χάρε μου, ’ς ένα πλατύ λιβάδι,
ο μαύρος σου να βόσκεται και συ ν’ αποκοιμάσαι
(Να σε δώ, Χάρε μου, σ’ ένα πλατύ λιβάδι
το άλογό σου να βόσκει κι εσύ να κοιμάσαι)
Τελμ. -Αινατζ.
Συνών. άλογο, χαϊβάνι :1
6. Το ουδ. ως ουσ., τα μαύρα, πένθιμα ρούχα Σινασσ., Τελμ. : Ήρτεν ένα φτωχό ναίκα, ντυμένο σα μαύρα (Ήρθε μιά φτωχή γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Ασμ. Πέρασαν χρόνια δώδεκα, ’ς τους δεκατρείς νεμέσα
η μάννα του αναστέναζε, ’ς τα μαύρα βουτημένη
(Πέρασαν χρόνια δώδεκα, το δέκατο τρίτο
η μάννα του αναστέναζε ντυμένη στα κατάμαυρα)
Σινασσ. -Αρχέλ.
Kι αν δεν έρτει, κι αν δεν φανεί, καλόγρια να γίνω,
μέσα στο κελί θανά κλεισθώ, τα μαύρα να φορέσω.
(Kι αν δεν έρθει, κι αν δεν φανεί, καλόγρια θα γίνω
μέσα στο κελί θα κλειστώ, τα μαύρα θα φορέσω)
Σινασσ. -Lag.