ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πικρός (επίθ.) πικρός [piˈkros] Σίλ. πικρό [piˈkro] Αραβαν., Γούρδ., Φλογ. π͑ικρό [pʰiˈkro] Αξ. πρικός [priˈkos] Φάρασ. μπρικό [briˈko] Φάρασ. Αρχ. επίθ. πικρός. Οι τύπ. πρικός και μπρικό με μετάθ. του [r], ήδη μεσν.
1. Πικρός ό.π.τ. : Πρικό αγι̂́ς (Πικρό σαν δηλητήριο) Φάρασ. -Αναστασ. Συνών. αγού :3, ατζί, ζεχίρι :2, τσουτσούρι, φαρμάκι
2. Μτφ., δυσάρεστος ό.π.τ. : Χετζ καμία πρικόν καdζ̑ί τζ̑ο ή'αξαν 'πενεντ' άου τουν (Ποτέ πικρό λόγο δεν αντάλλαξαν μεταξύ τους) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Παροιμ. Το 'ληθώτικο έν' μπρικό (η αλήθεια είναι πικρή˙ η αλήθεια είναι πολλές φορές σκληρή) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Τ' αλήρεια πικρό 'ναι (Η αλήθεια είναι πικρή˙ Συνών. με την προηγ.) -Φωστ.-Κεσ. Συνών. αβόλετος, γιαγίρι, φενά :1, μαύρος
3. Οξύς, διαπεραστικός Σίλ. : Ως κάσιτι, γιουκούν̑ν̑ει ν̑ΰες πικρές φωνές (Όπως κάθεται, ακούει λίγες οξείες φωνές) Σίλ. -Dawk.JHS