πικοίλι
(ουσ. ουδ.)
πικοίλι
[piˈcili]
Σινασσ.
Πληθ.
πικοίλια
[piˈciʎa]
Ανακ.
Από το μεταγν. ουσ. ὑποκοίλιον. Βλ. ΙΛΝΕ, λ. αποκοίλι.
Υπογάστριο, βουβωνική χώρα
ό.π.τ.