ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πιάτο (ουσ. ουδ.) πιάτο [ˈpçato] Μισθ., Σίλ., Σινασσ. πιέτε [ˈpçete] Τσαρικ. π͑ιάτι [phçati] Τσουχούρ. Νεότ. ουσ. πιάτο, το οπ. από το ιταλ. piatto, πιθ. αντιδάν. από το ελλ. πλατύς, μέσω ενός λαϊκού λατιν. *plattus (Κριαράς λ. πιάτο).
Πιάτο ό.π.τ. : Aν π͑ιάτι φαΐ (Ένα πιάτο φαΐ) -Αναστασ.Μ. Φτσ̑άιναμ' ένα πιάτο κόλλ'φα (Φτιάχναμε ένα πιάτο κόλλυβα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ντου πιάτο σ' σιίρντα ντου (Καθάρισε το πιάτο σου) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Ασμ. Ήπλωσε στο μανδήλι του αφράτο παξιμάδι
κόνωσε στο πιάτο του λαγούδια και περδίκας
(Άπλωσε στο μαντήλι του αφράτο παξιμάδια
άδειασε στο πιάτο του λαγούς και πέρδικες)
Σινασσ. -Lag.
Συνών. πινέκι, σκουτέλι, ταμπάκι, τεκέρι