πηγαδόχειλο
(ουσ. ουδ.)
πεγαϊδόσ̑ειλο
[peɣaiˈðoʃilo]
Μαλακ.
Από τα ουσ. πηγάδι, όπου και τύπ. πεγάιδι, και χείλος.
Ρείθρο της πηγής ή βρύσης
Μαλακ.
:
|| Ασμ.
Κι εκεί στο πεγαϊδόσ̑ειλο ένα δεντρί φυλλώνει
(Κι εκεί στην άκρη της πηγής ένα δέντρο φουντώνει)
Μαλακ.
-ΚΜΣ-ΚΠ177