ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πηγάδι (ουσ. ουδ.) πεγάδι [pe'ɣaði] Σινασσ., Τελμ., Τζαλ., Φερτάκ., Φκόσ. πεγάδ' [pe'ɣað] Ανακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φκόσ. πεγάρ' [pe'γar] Αραβαν. πεγάρι [pe'γari] Σίλ. πηγάρ' [pi'ɣar] Γούρδ. πεγάϊδι [pe'ɣaiði] Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Φάρασ., Φκόσ. πεγάιδ' [pe'ɣaið] Τελμ., Τροχ. πεγάτ' [pe'ɣat] Φερτάκ. πεγάι [pe'γaʝ] Αξ. Γεν. Εν. πεγαγιού [peɣaˈʝu] Αξ. πεγάχ' [pe'ɣax] Ουλαγ. Πληθ. πεγάδια [pe'ɣaðʝa] Ανακ., κ.α., Μισθ. πεγάρια [pe'ɣarʝa] Αραβαν. πεγάγια [pe'γaʝa] Αξ., Ουλαγ., Φερτάκ. πεγάιδα [peˈɣaiða] Φκόσ. Από το μεταγν. ουσ. πηγάδιον (υποκορ. του αρχ. πηγή). Η πλειοψηφία των τύπ. με τροπή [i] > [e]. και αποβολή του ληκτικού άτονου [i].
1. Πηγάδι ό.π.τ. : Έτρεξα σο πεγάρ' (έτρεξα στο πηγάδι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Εγώ πήρα το ψωμί μ' και πήγα κοντά σο πεγάρ' (εγώ πήρα το ψωμί μου και πήγα κοντά στην πηγή) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πήρεν ένα σανdάλια και έκασεν σο πεγάδιν εμbρό (πήρε μία καρέκλα και έκατσε μπροστά από το πηγάδι) Τελμ. -Dawk. Αμ πες σο πεγάιδ', πήγε τρία χούφτιες νερό (όταν πας στο πηγάδι, φέρε τρεις χούφτες νερό) Τελμ. -Dawk. Έπε στο πεγάιδι (ήπιε από το πηγάδι) Φάρασ. -Dawk. Κουπώνει ντα ανdί πεγάιδι η βρεσ̑ή (η βροχή πέφτει σαν πηγή) Φάρασ. -Dawk. || Παροιμ. Τ' 'αήνι άμε τσ̑' ε' ΄δώ σο πεγάιδι, 'α τσακωθεί (Το λαγήνι με το πήγαινε κι έλα στο πηγάδι θα σπάσει˙ Προειδοποίηση σε άτομο που ενεργεί ριψοκίνδυνα ότι αναπόφευκτα θα πάθει μη αναστρέψιμη ζημιά ) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Πβ. κοζάς :1, νάμα, πηγή, μπινάρι
2. Βρύση Κίσκ., Φάρασ., Φερτάκ. : Είχαμε και ξωκκλήσι που είχε μπρος πεγάδι με αεσμό (είχαμε και ξωκκλήσι που είχε μπροστά βρύση με αγιασμό) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Συνών. πηγή, τσεσμέ, μπινάρι