πηγάδι
(ουσ. ουδ.)
πεγάδι
[pe'ɣaði]
Σινασσ., Τελμ., Τζαλ., Φερτάκ., Φκόσ.
πεγάδ'
[pe'ɣað]
Ανακ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φκόσ.
πεγάρ'
[pe'γar]
Αραβαν.
πεγάρι
[pe'γari]
Σίλ.
πηγάρ'
[pi'ɣar]
Γούρδ.
πεγάϊδι
[pe'ɣaiði]
Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Φάρασ., Φκόσ.
πεγάιδ'
[pe'ɣaið]
Τελμ., Τροχ.
πεγάτ'
[pe'ɣat]
Φερτάκ.
πεγάι
[pe'γaʝ]
Αξ.
Γεν. Εν.
πεγαγιού
[peɣaˈʝu]
Αξ.
πεγάχ'
[pe'ɣax]
Ουλαγ.
Πληθ.
πεγάδια
[pe'ɣaðʝa]
Ανακ., κ.α., Μισθ.
πεγάρια
[pe'ɣarʝa]
Αραβαν.
πεγάγια
[pe'γaʝa]
Αξ., Ουλαγ., Φερτάκ.
πεγάιδα
[peˈɣaiða]
Φκόσ.
Από το μεταγν. ουσ. πηγάδιον (υποκορ. του αρχ. πηγή). Η πλειοψηφία των τύπ. με τροπή [i] > [e]. και αποβολή του ληκτικού άτονου [i].
1. Πηγάδι
ό.π.τ.
:
Έτρεξα σο πεγάρ'
(έτρεξα στο πηγάδι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Εγώ πήρα το ψωμί μ' και πήγα κοντά σο πεγάρ'
(εγώ πήρα το ψωμί μου και πήγα κοντά στην πηγή)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πήρεν ένα σανdάλια και έκασεν σο πεγάδιν εμbρό
(πήρε μία καρέκλα και έκατσε μπροστά από το πηγάδι)
Τελμ.
-Dawk.
Αμ πες σο πεγάιδ', πήγε τρία χούφτιες νερό
(όταν πας στο πηγάδι, φέρε τρεις χούφτες νερό)
Τελμ.
-Dawk.
Έπε στο πεγάιδι
(ήπιε από το πηγάδι)
Φάρασ.
-Dawk.
Κουπώνει ντα ανdί πεγάιδι η βρεσ̑ή
(η βροχή πέφτει σαν πηγή)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Τ' 'αήνι άμε τσ̑' ε' ΄δώ σο πεγάιδι, 'α τσακωθεί
(Το λαγήνι με το πήγαινε κι έλα στο πηγάδι θα σπάσει˙ Προειδοποίηση σε άτομο που ενεργεί ριψοκίνδυνα ότι αναπόφευκτα θα πάθει μη αναστρέψιμη ζημιά )
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Πβ.
κοζάς :1, νάμα, πηγή, μπινάρι
2. Βρύση
Κίσκ., Φάρασ., Φερτάκ.
:
Είχαμε και ξωκκλήσι που είχε μπρος πεγάδι με αεσμό
(είχαμε και ξωκκλήσι που είχε μπροστά βρύση με αγιασμό)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Συνών.
πηγή, τσεσμέ, μπινάρι