πέφτω
(ρ.)
πέφτω
[ˈpefto]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
πέφτου
[ˈpeftu]
Μισθ.
πέφτσ̑ει
[ˈpeftʃi]
Αραβαν., Σίλ.
Παρατατ.
έπεφτα
['epefta]
Ποτάμ.
πέφτισ̑κα
[ˈpeftiʃka]
Μισθ., Τροχ.
πέφιξα
[ˈpefiksa]
Μισθ.
Αόρ.
έπεσα
['epesa]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
έπισα
[ˈepisa]
Μισθ., Σίλ.
Από το μεσν. ρ. πέφτω, το οπ. από το ρ. πίπτω με μεταπλ. βάσει του αορ. θ. ἔπεσον.
1. Πέφτω, κινούμαι εκούσια ή ακούσια προς τα κάτω
ό.π.τ.
:
Τα μήλα πατι̂́ρ γκο̈τΰρ έπεσαν
(Τα μήλα με θόρυβο έπεσαν)
Ουλαγ.
-Dawk.
Κουρτζής έπεσεν και τα εκίνια ποίκεν τα μαφ
(Έπεσε χαλάζι και κατέστρεψε τα σπαρτά)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Έπεσε γιλτιρίμ
(Έπεσε αστροπελέκι)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τρία φοράς πέφτ' στα πτέρια
(Τρεις φορές πέφτει στα πόδια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Έπισι γιανάι
(Έπεσε πλαγίως)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Το μο̈χΰρ έπεσε σο ντεν̑ίς
(Το δαχτυλίδι έπεσε στη θάλασσα)
Τελμ.
-Dawk.
Οντάποιο του βουτά το χέριν σο κρεχένι, 'πέσου πέσ̑', αdζείνος ένι του 'α με δώσει σα χέρε
(Όποιου το χέρι με το οποίο βουτά στο πιάτο, πέσει μέσα (στο υγρό του πιάτου), εκείνος θα με παραδώσει (στων κακών) τα χέρια = Ματθ. 26.23 Ὁ ἐμβάψας μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τῷ τρυβλίῳ τὴν χεῖρα, οὗτός με παραδώσει)
Φάρασ.
-Lag.
Έπεσεν και γιαραλάντ'σεν το πιγιάρ', άχτεινεν όιμα
(Έπεσε και χτύπησε το πόδι του, έτρεχε αίμα)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
Με το αστιμάρι δούλευαμ', πάντοτε το αστιμάρι είχαμε· το ζευγαρικό έπεφτε ρηχό
(Δουλεύαμε με την αξίνα, πάντα την αξίνα είχαμε· το όργωμα με βόδια έβγαινε ρηχό)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Αν qουνdήεις βολόν', 'σ̑τηγή δεν πέφτ'
(Αν ρίξεις βελόνι, στο έδαφος δεν πέφτει˙ Δεν πέφτει καρφίτσα· το αδιαχώρητο )
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ασ’ το αγάσ̑’ πέφτσ̑ει μ’ νιχέρ’;
(Από το δέντρο πέφτει πέτρα;˙ Για καταστάσεις αδύνατον να συμβούν )
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πέφτει το νεφαλό
(Πέφτει ο αφαλός, ενν. του μωρού˙ Λύνεται ο αφαλός)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Παροιμ.
Πέφτει τ’ αβγό στην μπέτρα σπάν’ τ ’αβγό, πέφτ’ ή πέτρα στο αβγό, σπάν’ τ’ αβγό
(Πέφτει το αβγό στην πέτρα, σπάει το αβγό, πέφτει η πέτρα στο αβγό, σπάει το αβγό˙ Ο αδύναμος πάντα βρίσκεται σε μειονεκτική θέση)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Άνοιξεν ’ς χώρα γούπ-πα άμ-μα έπεσεν γιαυτό τ’
(Άνοιξε σε ξένο λάκκο αλλά έπεσε μέσα ο ίδιος˙ Υπέστη το κακό που ήθελε να προκαλέσει σε άλλους)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
2. Χάνω την ισορροπία μου και σωριάζομαι στο έδαφος
ό.π.τ.
:
Πέφτει, σ̑ηgούdι
(Πέφτει, σηκώνεται)
Μισθ.
-Dawk.
Σϋρΰλ’σεν, έπεσε, το κορίσ̑’ σ̑’κώε
(Γλίστρησε, έπεσε, το κορίτσι σηκώθηκε )
Αξ.
-Dawk.
Κονdύλτσεν κι έπεσεν
(Σκόνταψε και έπεσε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Δου ελάφ' στάχιν απότομα τσι δου κ’λάτσ’ μι δου σκυλί πέφ’νι κάτ’
(Το ελάφι σταμάτησε απότομα και το παιδί με το σκυλάκι πέσανε κάτω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Έπεσα ’να πέσ̑ιμο άμ-μα
(Έπεσα ένα πέσιμο αλλά˙ Τι πέσιμο δεν λέγεται)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
3. Γονατίζω και κατ' επέκτ. σκύβω
Αξ., Μισθ., Τελμ.
:
Πήαμ’ σου Βαdζέλ’ απ’κάτ’, επέσαμ’
(Πήγαμε κάτω από το Ευαγγέλιο, γονατίσαμε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πέσε, ας ρανήσω σο φκάλι σ’
(Σκύψε, θα δω το κεφάλι σου)
Τελμ.
-Dawk.
Πέφτω στα γόνατα
(Πέφτω στα γόνατα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πέφτισ̑κιν τρία φοράς στα γόνατα
(Γονάτιζε τρεις φορές)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
4. Πηγαίνω για ύπνο, πλαγιάζω, πέφτω στο κρεβάτι
ό.π.τ.
:
Γντυζιέμι τσι πέφτου σου κρεβάτ'
(Ξεντύνομαι και πέφτω στο κρεβάτι )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έπεσε και κοιμήρη
(Έπεσε και κοιμήθηκε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Και σε πέσου βραντύ
(Την ώρα που θα πέσω το βράδυ για ύπνο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Έπεσε ντο στρώσ̑ι τ’ κοιμήε
(Πλάγιασε στο στρώμα του και κοιμήθηκε )
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ελάτε να πέσουμι 'ρώ!
(Ελάτε να κοιμηθείτε στο σπίτι μας)
Σίλ.
-Συλλ.
Συνών.
κυλώ
β.
Αρρωσταίνω
Αξ., Τροχ.
:
Πέφτισ̑κε άνθρωπος και ψόφηνεν
(Αρρώσταινε ο άνθρωπος και πέθαινε
)
Τροχ.
-ΚΜΣ-ΚΠ290
Πέφτω στα στρώσ̑ες
(Πέφτω στα στρώματα· αρρωσταίνω βαριά
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
5. Γερνάω, καταπέφτω
Αξ., Φλογ.
:
Έπεσεν άλλο
(Γέρασε πια)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
γερονιάζω, κοτζαντώ
6. Ορμώ
ό.π.τ.
:
Έπεσαν σα κλέφτε απάνω
(Όρμησαν πάνω σαν κλέφτες)
Αραβαν.
-Dawk.
Πέφιξαμ' σου τσ̑αϊρ να σωρόψουμ' δα παπαρούνις
(Ορμούσαμε στα λιβάδια να μαζέψουμε παραρούνες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Πέφτω κατόπ'σα τ'
(Πέφτω στο κατόπι του˙ Τον (παρ)ακολουθώ)
Μισθ., Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πέφτω πίσω
(Πέφτω πίσω˙ Ακολουθώ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
β.
Ενσκήπτω
:
Αλαντζάς πέφτει σο αμbέλ'
(Αλωπεκίαση (ασθένεια) έπεσε στο αμπέλι
)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Πέφτισ̑κιν βάρημα
(Έπεφτε μάτιασμα
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
7. Τυχαίνω, λαχαίνω
ό.π.τ.
:
Χελ ημέρα δεν πέφτσ̑ει καλή ζουλειά
(Κάθε μέρα δεν τυχαι καλή δουλειά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κι έπεσε σο Γιαννάκη τον πρωτομάστορα να τον χρίσουν σο γεφύρι
(Και έλαχε στον Γιαννάκη τον πρωτομάστορα να τον χρίσουν στο γεφύρι)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Πέτασαν ένα γούρα, έπεσε σ’ ένα βάρτλακα
(Πέταξαν ένα λαχνό, έπεσε σε ένα βάτραχο)
-Dawk.
|| Φρ.
Φρ Τζι καλά ρεν έπισι
(Δεν έπεσε καλά˙ Δεν έκανε καλό γάμο, δεν της έτυχε καλός σύζυγος)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
β.
Βρίσκομαι τυχαία, συναντώ τυχαία
ό.π.τ.
:
Έχασα ντο στράτα μ’ γκι έπεσα ιτό ντο τόπος
(Έχασα τον δρόμο μου κι έπεσα σε αυτό το μέρος
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ση στράτα τ' έπεσεν ένα μαναστήρ'
(Στο δρόμο του συνάντησε τυχαία ένα μοναστήρι
)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Έπισα σε πόλεμο
(Έπεσα σε πόλεμο
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
8. Περιέρχομαι σε κατάσταση
Μισθ.
:
|| Παροιμ.
Τ' αλτι̂νιώνας τ͑ύρα σ' ξ̑υλιώνας τ͑ύρα πέφτ' στο χαdζ̑άτ'
(Η χρυσή πόρτα πέφτει στην ανάγκη της ξύλινης πόρτας˙ Ο ανώτερος έχει πάντα ανάγκη από τον κατώτερο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.