ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πεταλούδα (ουσ.) πεταλούγια [peta'luʝa] Αξ. πεταλούλα [peta'lula] Αραβαν. πεταλούρα [peta'lura] Γούρδ. πεταλούgα [peta'luga] Μισθ. πεταλόgρα [petaˈlogra] Μισθ. Από το μεσν. ουσ. πεταλούδα, πιθ. μεταγν. τύπ. του αρχ. ουσ. πετηλίς.
Πεταλούδα ό.π.τ. : Το πεταλούρα νύχτα φοβάται και κρύβεται στα κοτσεινάς τόποσγια (η πεταλούδα τη νύχτα φοβάται και κρύβεται στα σκοτεινά μέρη) Γούρδ. -Καράμπ. Πιάνισκαμ' πεταλόgρις τσι παίζισκαμ' (Πιάναμε πεταλούδες και παίζαμε) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887